Σε
λίγο μεταμορφώθηκε σε μια κατακόκκινη
σαύρα. Κι η κόκκινη σαύρα, ξέρεις, βγαίνει
με τη βροχή. Καλύτερα, ξεστρατίζει μετά
τη βροχή. Καλύτερα. Και όποιον τύχαινε
να συναντήσει και να τον κοιτάξει στα
μάτια –αυτός ο άτυχος– έπαιρνε την
κατάρα. Να πεθάνει –από αγάπη για τον
άλλον, δίχως ο άλλος να τον αγαπήσει. Με
άλλα λόγια, να αγαπηθεί μονάχος, αυτός
ο άτυχος ο σαυροχτυπημένος. Δεν
ήμουν εξαρχής απογραφέας. Πριν γίνω
απογραφέας άσκησα διάφορα άλλα
επαγγέλματα. Τον καιρό εκείνο δούλευα
για τον Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.
Μου έστειλαν ένα γράμμα: «Σώσε τους
ανθρώπους της χώρας σου. Πεθαίνουν από
αγάπη χωρίς ν’ αγαπηθούν».
Το
κατώφλι της κεντρικής εισόδου μιας
τετραώροφης πολυκατοικίας διαβαίνει
κάποια μέρα ένας κρατικός υπάλληλος με
τίτλο και αρμοδιότητες που κάνει τους
πάντες να αναρριγήσουν: ο απογραφέας.
Το έθιμο επιβάλλει να κλείσει αμέσως η
κεντρική είσοδος του κτηρίου και ο
θυρωρός να ενημερώσει σχετικώς τους
ενοίκους. Κάποιοι αρχίζουν να μιλούν
για συμφορά που τους βρήκε απροετοίμαστους
κι ας γνώριζαν όλοι από καιρό γι’ αυτόν
τον κίνδυνο, να εμφανιστεί ο απογραφέας
στα δικά τους χρόνια. Στους τέσσερεις
ορόφους της οικοδομής συμβιούν μαζί: ο
Ματίας ο θυρωρός, συνταξιούχος της
ελληνικής αστυνομίας που κατάγεται από
την Αργεντινή. Στον πρώτο όροφο, ο
Χαράλαμπος, που γεννήθηκε στη σερραϊκή
πεδιάδα και βρέθηκε στρατιώτης να
πολεμάει στην αυστρογερμανική μεθόριο,
όπου γνώρισε την Χέλγκα, τη νοσοκόμα
που τον περιέθαλψε όταν τον μετέφεραν
τραυματία στο δωμάτιο διακόσια τέσσερα
του στρατιωτικού νοσοκομείου. Στον
δεύτερο, ο Γιάννης Λαγογιάννης, ο
σπουδαίος συγγραφέας, ο πάλαι ποτέ
βιαστικός και αεικίνητος νέος που τώρα
πια έχει αρρωστήσει και είναι μονίμως
κλινήρης. Μαζί του ζει η Σόφι, πρώην
κριτικός λογοτεχνίας εκ Βουλγαρίας με
εξαιρετικές σπουδές και καριέρα, που
εγκατέλειψε τα πάντα για να φροντίζει
σε καθημερινή βάση τον Λαγογιάννη,
προσδοκώντας να αποκτήσει ένα παιδί
μαζί του. Στον τρίτο, η Ελευθερία Λουλάκη,
η πανέμορφη φοιτήτρια Ψυχολογίας με τα
καταγάλανα μάτια σαν τ’ ουρανού, τις
μολυβένιες βλεφαρίδες και το στόμα
όστρακο, που έχει κληρονομήσει τη
θανατηφόρα σαγήνη των προγόνων της.
Στον τέταρτο, ο Ιωάννης και η Μαρία, που
γνωρίστηκαν κι ερωτεύτηκαν στο Γκρατς,
στο ιταλικό εστιατόριο της Herrengasse,
λίγα μέτρα πιο πέρα από το «ζωγραφισμένο
σπίτι». Μαζί και τα δυο τους παιδιά, ο
μικρός Φάνης και η μικρή Χριστίνα, που
παραμένουν μουγκά και δε μιλούν σε
κανένα –όχι επειδή είναι άλαλα– απλώς
επειδή έτσι θέλουν. Λειτουργούν σαν
ένας άνθρωπος, με μια καρδιά κι ένα χέρι,
κι όταν τελικά αποφασίζουν να μιλήσουν,
το κάνουν ταυτόχρονα εκφράζοντας ακριβώς
την ίδια σκέψη. Και στη σοφίτα, μια γριά,
που σε όλο το βιβλίο παραμένει ανώνυμη.
Αλλά είναι η μόνη απ’ όλους τους ενοίκους
της πολυκατοικίας που ξέρει.
Έχει
ξαναπεράσει άλλες δυο φορές στη ζωή της
τη σκληρή δοκιμασία της απογραφής.
Γιατί, βέβαια, τούτος εδώ ο απογραφέας
δεν έρχεται για να καταγράψει ανιαρά
κι άχρηστα στατιστικά στοιχεία. Δουλειά
του είναι να καταγράψει –εφόσον πρώτα
αξιολογήσει βάσει πληροφοριών και
συγκρίνει μεταξύ τους- στοιχεία σχετικά
με την ιδιωτική ζωή των ενοίκων κάθε
διαμερίσματος.
«Όταν
λοιπόν κάνω έρωτα με τον Μπάμπη. Τον
αγαπάω τον Μπάμπη. Αυτό θέλω να το πω
ξανά. Τον αγαπάω με όλη μου την καρδιά.
Όταν κάνουμε έρωτα, είναι και δεν είναι.
Αυτό με ρώτησες, πώς είναι μαζί του. Σου
απαντώ ευθέως. Είναι και δεν είναι». Ο
απογραφέας κάνει νόημα πως καταλαβαίνει
καλά τι συμβαίνει και λέει αινιγματικά
πως η κόκκινη σαύρα: «Είναι και δεν
είναι». Έπειτα ζητά να μιλήσει με τον
Μπάμπη. «Τι ξέρεις εσύ για εμένα; Όμως
ακόμα και να ξέρεις δεν είσαι σε θέση,
δεν έχεις δικαίωμα να μου ζητάς να πω
συγγνώμη σε εκείνη. Είμαι μόνος. Και
είμαι μόνος σημαίνει μπορώ να αγαπήσω
όσο θέλω».
Ένα
πολυφωνικό μυθιστόρημα γραμμένο υπό
την επίδραση του φανταστικού ρεαλισμού,
όπου το στοιχείο της μαγείας, και του
εξωπραγματικού αναμιγνύεται με ιστορικά
γεγονότα από τον Εμφύλιο, την τραγική
ιστορία του Αρνταβάν και της Δελχί, την
κατάρα της κόκκινης σαύρας, τον βαλκανικό
μύθο για το ασπροκέντημα που είναι
ποτισμένο με την κατάρα της προδομένης
αγάπης, την αληθινή ιστορία πίσω από το
ζωγραφισμένο σπίτι στο Γκρατς, την Έδα
–την άγνωστη Γερμανίδα ποιήτρια του
Μεσαίωνα–, το φυτό «φορτούνα» που
φυτρώνει μονάχα στην Τσικαρίτα της
Αργεντινής κι αν της μιλήσεις και της
ζητήσεις βοήθεια, διαγράφει το μέλλον
σου.
Αυτός
είναι ο «Απογραφέας, απόσπασμα από το
επερχόμενο», το δεύτερο μυθιστόρημα
του Πάνου Μανάφη. Αναζητήστε το.
Πάνος
Μανάφης
Ο
απογραφέας, απόσπασμα από το επερχόμενο
εκδόσεις
«δήγμα», σελ. 245