«Η παραμυθία των φίλων, αυτό είναι στοίχημα που αξίζει να κερδίσεις» Γ.Κ.
Πάνω στο βήμα στεκόταν ένας εύρωστος, κοντόχοντρος άντρας και μιλούσε. Είχε μια γεμάτη φωνή που έβγαινε από το στήθος του, κατανοητή χωρίς κόπο μέχρι την πιο απομακρυσμένη γωνία. Ήταν μια φωνή που έπειθε, χωρίς να προσέχει κανείς ιδιαίτερα τι έλεγε. Κι αυτό που έλεγε ήταν εύκολα κατανοητό. Ο άντρας πηγαινοερχόταν πάνω στη σκηνή, αβίαστα, με μικρές κινήσεις των χεριών, πού και πού έπινε μια γουλιά νερό κι έκανε ένα αστείο. Μετά όμως στεκόταν ξαφνικά σιωπηλός, εντελώς στραμμένος προς το κοινό, και πετούσε σαν καμτσικιές με αλλαγμένη, διαπεραστική φωνή, πρόταση την πρόταση, αλήθειες που ο καθένας ήξερε, για την ανάγκη, για την πείνα, για την ανεργία, ολοένα ανεβαίνοντας, ξεσηκώνοντας τους ακροατές, μέχρι που ξέσπαγε σ' ένα δυνατό: «Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί. Αυτό πρέπει ν' αλλάξει!» Το κοινό χειροκροτούσε, χτυπούσε τα χέρια του και ούρλιαζε, σαν μ' αυτό να είχαν κιόλας ήδη αλλάξει όλα. Ο άντρας επάνω περίμενε. Το πρόσωπό του έλαμπε. Και μετά ακολουθούσαν πειστικά, ακαταμάχητα, υποσχέσεις, ένας παράδεισος υψωνόταν πάνω από τα κεφάλια, καμάρωνε πολύχρωμος και μαγικός· ήταν μια λοταρία, στην οποία όλοι οι λαχνοί κέρδιζαν και στην οποία ο καθένας μπορούσε να βρει την προσωπική του ευτυχία και το προσωπικό του δικαίωμα και την προσωπική του εκδίκηση. Κοίταξα τους ακροατές.
Ήταν άνθρωποι απ' όλα τα επαγγέλματα, λογιστές, μικροί ελεύθεροι επαγγελματίες, υπάλληλοι, ένας αριθμός εργατών και πολλές γυναίκες, κάθονταν τώρα στη ζεστή αίθουσα, γερμένοι προς τα πίσω ή σκύβοντας προς τα εμπρός. Σειρά τη σειρά, πρόσωπο πλάι σε πρόσωπο, το ρεύμα των λέξεων περνούσε από πάνω τους και ήταν περίεργο: όσο διαφορετικοί κι αν ήταν, τα πρόσωπα είχαν όλα την ίδια έκφραση απουσίας, το ίδιο νυσταλέο βλέμμα που αναζητούσε κάπου μακριά μια νεφελώδη Φάτα Μοργκάνα. Υπήρχε κάτι άδειο εκεί και ταυτόχρονα μια πανίσχυρη αναμονή που έσβηνε τα πάντα: κριτική, αμφιβολία, αντιρρήσεις και ερωτήσεις, την καθημερινότητα, το παρόν, την πραγματικότητα. Αυτός εκεί πάνω ήξερε τα πάντα· είχε μια απάντηση για κάθε ερώτηση, για κάθε ανάγκη μια βοήθεια. Ήταν καλό να τον εμπιστεύεσαι. Ήταν καλό να έχεις κάποιον να σκέφτεται για σένα. Ήταν καλό να πιστεύεις… Πήγαμε με το αυτοκίνητο μερικούς δρόμους παρακάτω. Εκεί ήταν η δεύτερη πολιτική συγκέντρωση. Άλλες σημαίες, άλλες στολές, μια άλλη αίθουσα. Αλλά, κατά τ' άλλα, όμοια. Στα πρόσωπα η ίδια έκφραση αβέβαιης ελπίδας και κενότητας πιστού. Ένα στρωμένο τραπέζι προεδρείου, παράλληλο με τις σειρές των καθισμάτων. Επάνω οι κομματικοί γραμματείς, το προεδρείο, μερικές δραστήριες γριές παρθένες. Ο ομιλητής, ένας τύπος δημόσιου υπαλλήλου, ήταν πιο αδύναμος από τον προηγούμενο. Μιλούσε κομματικά γερμανικά, ανέφερε αριθμούς, αποδείξεις, ήταν απολύτως σωστά όσα έλεγε, αλλά παρ' όλα αυτά έπειθε λιγότερα από τον άλλον, που δεν αποδείκνυε τίποτε, αλλά μόνο ισχυριζόταν. Κουρασμένα κοίταζαν οι κομματικοί μπροστά τους στο προεδρείο. Είχαν πίσω τους εκατοντάδες τέτοιες συγκεντρώσεις. «Έλα», είπε ο Κέστερ μετά από λίγο. «Ούτε εδώ είναι. Άλλωστε δεν το περίμενα ούτε κι εγώ να είναι εδώ».
Στις τελευταίες σελίδες του πέμπτου μυθιστορήματός του, των
Τριών Συντρόφων (1936), ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ περιγράφει μία αναζήτηση μέσα στους παγωμένους δρόμους μίας γερμανικής μεγαλούπολης, που πολλοί παρερμηνεύουν ως το «Βερολίνο του Μεσοπολέμου» ενώ μάλλον πρόκειται για το Αμβούργο της ίδιας περιόδου. Εκείνη τη νύχτα, στο 24ο Κεφάλαιο του βιβλίου, ο Ρόμπι και ο Όττο κάνουν ακόμη μια φορά αυτό που έχουν μάθει από τότε που ήταν δεκαοχτάχρονα παιδιά στα χαρακώματα: να παραβγαίνουν με το θάνατο. Να παραβγαίνουν μαζί του όταν εκείνος παίρνει τη μορφή των πολυβόλων που βροντούν ασταμάτητα· να παραβγαίνουν μαζί του με τη μορφή γρήγορων αυτοκινήτων σε αγώνες ταχύτητας, να παραβγαίνουν μαζί του επιβιώνοντας πεισματικά μέσα σε συνθήκες φτώχειας, ανεργίας και απόλυτης κατάρρευσης· να παραβγαίνουν μαζί του κατάματα όταν εκείνος πετάει τις μάσκες και δείχνει το πραγματικό του πρόσωπο… Εκείνη την κρύα νύχτα του Γενάρη, ο Ρόμπι και ο Όττο πρέπει να εντοπίσουν τον Γκόντφριντ Λεντς, τον τρίτο σύντροφο της παρέας: έχει πάει σε κάποια από τις τρεις πολιτικές συγκεντρώσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη. Οι πληροφορίες λένε πως κάποιοι –που δεν κατονομάζονται, μα όλοι καταλαβαίνουμε πολύ καλά ποιους ακριβώς εννοεί– σκοπεύουν να τις χτυπήσουν και πως θα συμβούν διάφορα. Πηγαίνουν στην πρώτη. Και μετά στη δεύτερη. Ακριβώς έξω από την τρίτη πολιτική συγκέντρωση και πριν προλάβουν να μπουν στην αίθουσα, αντικρίζουν το περίπτερο ενός αστρολόγου-χειρομάντη που μόλις με πενήντα πφένιχ αναλαμβάνει να σου ερμηνεύσει το μέλλον ή να σου φτιάξει το ωροσκόπιο. «Τώρα ξέρω τι θέλουν οι άνθρωποι. Δε θέλουν πολιτική. Θέλουν θρησκευτικό υποκατάστατο», λέει ο Ρόμπι Λόκαμπ στον Όττο Κέστερ. «Φυσικά. Θέλουν και πάλι να πιστέψουν σε κάτι. Σε τι, τους είναι αδιάφορο. Γι' αυτό και είναι τόσο φανατικοί», απαντάει εκείνος.
Εκείνη την κρύα νύχτα του Γενάρη, ο Ρόμπι και ο Όττο βρήκαν τελικά τον Γκόντφριντ. Μονάχα που ο θάνατος θα τους κέρδιζε στο νήμα. Και θα το ξανάκανε μέχρι το τέλος του βιβλίου.
Έριχ Μαρία Ρεμάρκ
«Τρεις Σύντροφοι»
Μτφρ. Νίκος Δεληβοριάς
Εκδόσεις «Ηλέκτρα», Αθήνα 2007