Συνιστά άραγε εκδοτικό γεγονός η επανέκδοση της Φανταστικής Περιπέτειας του Αλέξανδρου Κοτζιά; Καταρχήν γεγονός συνιστά η ύπαρξή του καθαυτή, η συγγραφή και η πρώτη έκδοσή του το 1985. Εκείνη ακριβώς την εποχή, ο Κοτζιάς ξεπροβάλλει γι’ άλλη μια φορά από το αληθομανές χαλκείο του, το εργαστήρι όπου πλάθει τους αυθεντικούς του μύθους, κραδαίνοντας μία σαρκαστική και συνάμα θλιβερή ιστορία: οικογένειες που ξεκληρίστηκαν εξαιτίας του πολέμου κι άλλες που στήθηκαν ακριβώς χάρη σ’ αυτόν, άνθρωποι που υπήρξαν πράγματι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης κι άλλοι που έστησαν όλη τους τη ζωή και τη σταδιοδρομία υποδυόμενοι πως δήθεν υπήρξαν, υπουργοί, γενικοί γραμματείς και λοιποί αξιωματούχοι της πάντα χωλαίνουσας δημόσιας διοίκησης, μέλη της Μεγάλης Δημοκρατικής και Προοδευτικής Παράταξης δίπλα σε στελέχη της Επαράτου Δεξιάς, εξεγερμένοι του Πολυτεχνείου, διαγραμμένοι κνίτες που έχοντας περάσει προ πολλού τα τριάντα παρασταίνουν τους αιωνίως σπουδάζοντες με τα λεφτά της οικογένειας κι άλλοι που τώρα πια θέλουν μονάχα ν’ αβγατίσουν τα λεφτά της οικογένειας δίχως να έχουν καμιά σχέση μαζί της, χαμηλόβαθμοι δημόσιοι υπάλληλοι που υπομένουν οποιαδήποτε προσβολή και αναλαμβάνουν οποιαδήποτε διευκόλυνση ή εκδούλευση για λογαριασμό των ανωτέρων τους με αντάλλαγμα ευνοϊκότερη μεταχείριση ή ακόμη και μία πολυπόθητη απόσπαση.
Σε αφηγηματικό χρόνο που εκτείνεται σχεδόν σε ένα μονάχα εικοσιτετράωρο, ο Κοτζιάς ξεδιπλώνει με αριστουργηματική χρήση του εσωτερικού μονολόγου την προσωπικότητα του Αλέξανδρου Καπάνταη, κεντρικού χαρακτήρα του βιβλίου: καταξιωμένου λογοτέχνη με διεθνή αναγνώριση, διευθυντή σε κεντρική υπηρεσία υπουργείου, ευτυχή οικογενειάρχη, πατέρα τριών παιδιών και αξιοσέβαστου μέλους της νεοελληνικής κοινωνίας εν έτει 1985. Συνδυάζοντας την εμβόλιμη παράθεση κειμένων (π.χ. βιβλιοκριτικά σημειώματα, απομαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις και ευχαριστήριες επιστολές) από το υπερμεγέθες –αλλά ανούσιο– αρχείο του Καπάνταη με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ο Κοτζιάς δίνει στον αναγνώστη να αντιληφθεί από πολύ νωρίς το μέγεθος του ψέματος που περιβάλλει τον άνθρωπο, και μαζί και όσους εκείνος έχει επινοήσει. Γιατί αυτό που θέλει να καταδείξει, δίχως όμως στιγμή να ηθικολογεί ή να κανοναρχεί, είναι το ψέμα, η αυταπάτη –ή, ακόμη χειρότερα η αυτοεξαπάτηση, όπως σημειώνεται κάπου αλλού– στα οποία κινδυνεύει να περιπέσει κανείς. Όχι μονάχα τα συγκεκριμένα ψέματα εκείνης της εποχής, αλλά κάθε ψέμα, κάθε αυτοεξαπάτηση, οποιασδήποτε εποχής. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Καπάνταης ουσιαστικά χάνει το έρμα του και αρχίζει να παραληρεί σαν χαμένος κάθε φορά που βρίσκεται σε εξωτερικό δημόσιο χώρο. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο· είναι ένας άνθρωπος που ανακτά το κύρος του, το κίβδηλο προσωπείο του, κάθε φορά που τον συναντάμε στους κλειστούς χώρους που συμβολίζουν την καταξίωσή του: στο διαμέρισμα που έλαβε ως αντιπαροχή για το προικώο οικόπεδο της συζύγου, στο υπηρεσιακό γραφείο του, στο διαμέρισμα της ερωμένης του, στα γραφεία των εκδόσεων «Κέδρος», στο Λαϊκό Νοσοκομείο όπου αργοπεθαίνει ο καλύτερός του φίλος, ακόμη και αρχικά στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων. Ενώ όταν βρίσκεται σε ανοιχτό χώρο, όταν αναγκάζεται να βαδίσει πεζός σε κάποιον δρόμο της πρωτεύουσας ή να οδηγήσει αυτοκίνητο, χάνει το στίγμα του στο χώρο, αποπροσανατολίζεται, αναδύεται όλη η άγνοια, η αμορφωσιά και η δεισιδαιμονία του, ο λόγος του γίνεται ακόμη και ασύντακτος, θυμίζοντας στιγμές από Τζόις και Αλεξάνδρου.
Αντίστοιχα όμως, τα πραγματικά ζητούμενα της σύγχρονης Αθήνας –όπως όμως την επινόησε και μας την κληροδότησε εκείνη ακριβώς η γενιά του Αλέξανδρου Καπάνταη– καταγράφει στο πρόσφατο βιβλίο του ο Χρήστος Χρυσόπουλος, «Φακός στο Στόμα». Πρόκειται για ένα βιβλίο που αναφέρεται στους πλάνητες κατοίκους, ανθρώπους ικανούς και πρόθυμους να βγουν έξω από τις οριζόντιες ιδιοκτησίες της αντιπαροχής και να περιπλανηθούν ενσυνείδητα στους δρόμους της πόλης. Σε αντίθεση με τον Καπάνταη, ο Χρυσόπουλος μιλάει με περισσή ψυχραιμία, σαν να καταγράφει το ημερολόγιο ρεπεράζ κάποιου locationmanager στη σημερινή Αθήνα, καθώς παρατηρεί σκηνές με αστέγους, ρακοσυλλέκτες μέσα στη νύχτα, ανθρώπους που τρώνε από τα σκουπίδια, ρακένδυτους κι άπλυτους που όλοι μας αποφεύγουμε να τους πλησιάσουμε. Ένα αφήγημα που μιλάει για τις πόλεις και αυτούς που ακόμη περιδιαβαίνουν στους δρόμους τους – γιατί εδώ όλα απέχουν μια δρασκελιά, όπως επαναλαμβάνει ο συγγραφέας. Γι’ αυτό λοιπόν θέλω να επιμένω πως δεν είναι τυχαίο που ο Κοτζιάς δεν άφηνε τον ψεύτη και πλανεμένο ήρωά του να κάνει τουτη τη δρασκελιά και να δει κατάματα τι στ’ αλήθεια συνέβαινε τριγύρω του, εκεί έξω. Ίσως να μην έβλεπε αστέγους και χωμένους σε κάδους απορριμμάτων το 1985, μα θα έβλεπε τι είχε διαπράξει. Κι αν είναι πράγματι προφητικό και επίκαιρο το βιβλίο του Κοτζιά, είναι εξίσου σημαντικό το βιβλίο του Χρυσόπουλου. Ίσως γιατί, όπως έγραψε ένας παλιός πλάνητας περασμένων εποχών, η ιστορία είναι σαν τον Ιανό· έχει δύο πρόσωπα: είτε κοιτάζει στο παρελθόν είτε στο παρόν, βλέπει τα ίδια πράγματα.
Αλέξανδρος Κοτζιάς
Φανταστική περιπέτεια
Πρόλογος Ηλίας Μαγκλίνης
«Κέδρος», Αθήνα 1985, επανέκδοση 2012
Χρήστος Χρυσόπουλος
Φακός στο στόμα – Ένα χρονικό για την Αθήνα
«Πόλις», Αθήνα2012