Κωμωδία, 2013, ΗΠΑ,
100 λεπτά
Σκηνοθεσία:
Τοντ Φίλιπς
Παίζουν: Ζακ
Γαλιφιανάκης, Μπράντλι Κούπερ, Εντ Χελμς
Γάμος δεν
υπάρχει, bachelor
δεν υπάρχει, όμως η τετράδα ξαναβρίσκεται
για ένα φαινομενικά διεκπεραιωτικό
ταξίδι όπου όλα τελικά πηγαίνουν στραβά.
Το
πρώτο Hangover
υπήρξε υπερ-επιτυχημένο χωρίς να έχει
φέρει ακριβώς κάποια επανάσταση στον
χώρο της κωμωδίας. Η έξυπνη κίνηση του
Φίλιπς ήταν να πάρει μια συνταγή εφηβικής
κωμωδίας, ένα συχνά αγαπημένο είδος
αλλά και guilty pleasure
μεγαλύτερων θεατών, και να τη μεταφέρει
σε ένα πιο ενήλικο σύμπαν σπάζοντας τις
όποιες προκαταλήψεις του κόσμου . Οι
περιπέτειες διαδραματίζονται σε ένα
bachelor party,
εκεί δηλαδή που τελειώνει κατά τα
στερεότυπα η ανέμελη ζωή του άνδρα πριν
περάσει στον έγγαμο βίο, και παρά τα όσα
απίθανα συμβαίνουν, το εύρημα του να
μαθαίνουν οι ήρωες τι τους συνέβη
παράλληλα με το κοινό, δούλεψε αρκετά
καλά.
Το
να υπάρξει συνέχεια, μετά από τον σχετικό
χαμό που έγινε στα ταμεία, ήταν μάλλον
επιβεβλημένο, μάλιστα ο Φίλιπς επιβεβαίωσε
την συμφωνία για δεύτερο μέρος όσο ακόμη
το πρώτο βρισκόταν ψηλά στο box
office. Κι αυτή δεν πήγε
άσχημα, κάτι που έδωσε το πράσινο φως
για τριλογία, όμως κάποια πράγματα μέσα
στο φιλμ άρχισαν να επαναλαμβάνονται
και να μη μοιάζουν το ίδιο αστεία σαν
την πρώτη φορά. Για να φτάσουμε στο
τωρινό φιλμ, που δείχνει μέσα από το
περιεχόμενό του την εντελώς ατυχή
αντίληψη που είχαν οι δημιουργοί του
πάνω στην έννοια της συνέχειας ενός
πετυχημένου φιλμ.
Καταρχήν
ακόμη και ο τίτλος είναι παραπλανητικός.
Δεν υπάρχει πλέον κάποιο hangover,
αλλά μια προσπάθεια της παλιοπαρέας να
σώσει το τομάρι της, μέσα από μια ιστορία
που προέρχεται από μικρές αμαρτίες των
προηγούμενων φιλμ. Εφόσον δεν υπάρχουν
απώλειες μνήμης, έκπληξη νοιώθει μόνο
ο θεατής, ενώ αυτή των ηρώων γίνεται
πλέον από τα διάφορα παιχνίδια που τους
παίζει ο Τσάου, που όπως και στο δεύτερο
φιλμ έτσι και εδώ έχει σχεδόν πρωταγωνιστικό
ρόλο. Όσο για το χιούμορ, από εκεί που
πήγαζε από όλους τους χαρακτήρες, πλέον
βασίζεται κυρίως σε έναν.
Σε
αντίθεση με τα προηγούμενα, εδώ ένα
περίπου 80% των κωμικών
στιγμών του, στηρίζονται αποκλειστικά
στον Γαλιφιανάκη. Ο Κούπερ με τον Χελμς
μοιάζουν να βαριούνται και περισσότερο
περιφέρονται παρά συμμετέχουν στην
όποια πλάκα, για την οποία οι δημιουργοί
ποντάρουν στον οίστρο του ελληνοαμερικανού
κωμικού αλλά και τη σχέση του ήρωά του
με τον Τσάου που συχνά συμπεριφέρεται
το ίδιο αλλόκοτα. Ο Γαλιφιανάκης πάντως,
τουλάχιστον εδώ μοιάζει περισσότερο
με μια αποτυχημένη εκδοχή του Γουίλ
Φέρελ και σπανίως είναι αυθεντικά
αστείος ενώ τα γκαγκς που προκύπτουν
από την παρουσία του στο χώρο δεν είναι
ακριβώς ευρηματικά. Αν και το φινάλε
μιλά για ένα τέλος στις περιπέτειες της
παρέας, δεν αποκλείεται στο μέλλον
κάποιο spin–off
με τον χαρακτήρα του μόνο, αν και τα
νούμερα του συγκεκριμένου Hangover
δεν ήταν τόσο ικανοποιητικά, όσο τα
προηγούμενα μέχρι τώρα στις ΗΠΑ – δείγμα
ενός κουρασμένου πλέον franchise.