Φαντασίας, 2013,
ΗΠΑ/Καναδάς/Μ. Βρετανία, 143 λεπτά
Σκηνοθεσία: Ζακ Σνάιντερ
Παίζουν: Χένρι Καβίλ,
Έιμι Άνταμς, Μάικλ Σάνον, Ράσελ Κρόου,
Κέβιν Κόστνερ
Ευρισκόμενοι σε χρόνια
συνεχούς ακμής των ταινιών με υπερήρωες,
τα στούντιο και οι εταιρίες κόμικς που
τα τροφοδοτούν (η DC και η
Marvel ουσιαστικά) δείχνουν
να αναπτύσσουν φόρμουλες πάνω στις
οποίες θα στηρίζονται τα μελλοντικά
φιλμ τους και θα παρέχουν ασφάλεια ώστε
τα κέρδη τους να είναι ικανοποιητικά.
Η Marvel για παράδειγμα με
όχημα τους Avengers, μαζί ή
χωριστά, προτάσσει τον χαβαλέ, την
απενοχοποιημένη διασκέδαση, μειώνοντας
έτσι τις απαιτήσεις του κοινού της, που
πλέον συγχωρεί τη φασαρία που έχουν οι
συνεχείς μάχες αν του πετάς ενδιάμεσα
2-3 αστεία. Και αν τελειώσουν ποτέ οι
ιδέες ή τα αστεία, υπάρχει το reboot
(ιδέα που χαιρετίζουν και οι 2 εταιρίες),
η επανέναρξη δηλαδή της ιστορίας κάθε
ήρωα μετά το τέλος της προηγούμενης.
Το reboot
του Superman ξεκινάει και
εξελίσσεται πάρα πολύ ελπιδοφόρα, με
οδηγό τη μεσσιανική προσέγγιση πάνω
στον ήρωα που είχε το Superman
Returns του Σίνγκερ το 2006.
Ερωτήματα τίθενται προς τον θεατή, για
την ετοιμότητα του κόσμου στην περίπτωση
που ένας τέτοιος χαρακτήρας ήταν αληθινός
και για την ετοιμότητα του ίδιου του
ήρωα να ηγηθεί αυτού του κόσμου, μέσα
από ποιητικές εικόνες και ενδιαφέροντα
οπτικά ευρήματα. Υπάρχει επίσης υποστήριξη
από το καστ με έναν Καβίλ επαρκέστατο
ως Σούπερμαν και δυνατούς δεύτερους
ρόλους – καλύτερος όλων ο Κόστνερ. Και
ξαφνικά στοπ. Το δεύτερο μισό της ταινίας
είναι μια συνεχής, ατέλειωτη και
εκκωφαντική μάχη, χωρίς καμιά ισορροπία,
που πετάει στα σκουπίδια ότι έχει
προηγηθεί ως εκείνη τη στιγμή. Η τραγωδία
του Σνάιντερ είναι πως δεν προετοιμάζει
κανέναν γι΄αυτό που θα ακολουθήσει –
η ατμόσφαιρα ως εκείνη την ώρα μόνο
ελαφριά δεν είναι – αντιθέτως μοιάζει
να ξεδίνει , ακυρώνοντας αυτομάτως ο
ίδιος την σημασία των γεγονότων που
μόλις είχε δείξει. Δε ξέρω αν ήταν αυτός
ο σκοπός, η ικανοποίηση δηλαδή ενός πιο
“σοβαρού” κοινού και ταυτόχρονα όσων
ενδιαφέρονται μόνο για τις μάχες – και
φυσικά ο ερχομός και των δύο αυτών
κατηγοριών θεατών στο σινεμά. Αν ναι, η
αλήθεια είναι πως το Man
of Steel δεν
είναι το πρώτο φιλμ που σκέπτεται έτσι.
Το πρόβλημα όμως είναι
ο τρόπος με τον οποίο αυτή η ιδέα γίνεται
πράξη. Αν βγάλουμε από τη μέση τα
blockbusters που προσφέρουν
εφέ και τίποτα άλλο (και ούτε υπόσχονται
κάτι περισσότερο) όπως τα Transformers
ή το 2012, αυτή η συνεχής μείωση των
προσδοκιών που έφεραν φιλμ σαν τους
Avengers ή το τρίτο Iron
Man (εκεί όπου το χιούμορ
απενοχοποιεί τη φασαρία) και η επικρότησή
αυτού του μοτίβου από τις εισπράξεις,
φέρνει πιθανά τα επόμενα χρόνια μια
πλήρη απαξίωση του περιεχομένου.
Το Man
of Steel μοιάζει
να πρωτοστατεί σε μια σειρά ταινιών που
πετούν ψήγματα φιλοσοφίας για να
δικαιολογήσουν την παρέλαση CGI
που ακολουθεί, που απενοχοποιούν τη
φασαρία όχι με χιούμορ αλλά με δήθεν
σκοτεινές πτυχές των ηρώων τους απλά
για να γεμίσει ο χρόνος, και έχοντας ως
σύμμαχο ένα πανίσχυρο marketing
καταφέρνουν να έχουν πολλά κέρδη. Και
αν κάποιος σκεφτεί πως οι υπερπαραγωγές
ήταν έτσι πάντα μετά τον πρώτο Πόλεμο
των Άστρων, ας θυμηθεί το περιεχόμενο
των πρώτων ταινιών με υπερήρωες μετά
το 2000 (X–Men,
X–Men 2, Hulk)
ή ας σκεφτεί πως τέτοιο καιρό πριν 20
χρόνια κυκλοφορούσε το Jurassic
Park, με μια ισορροπία στους
χαρακτήρες, το χιούμορ και τη δράση που
μοιάζει αξιοζήλευτη σήμερα. Η ισορροπία
αντικαθίσταται στο Man of Steel από την
άγαρμπη συνένωση διαφορετικών ειδών
για το άνοιγμα σε ένα ετερόκλητο κοινό,
το οποίο πείθεται πως ικανοποιείται
από την ύπαρξη κομματιών μέσα στο φιλμ
που ίσως και να το αφορά ίσως και όχι.
Το μόνο που καταφέρνει αυτή η λογική
είναι κάνει ταινίες σαν το Tranformers
(που αναφέρθηκε παραπάνω), έστω και μέσα
στη χαζομάρα τους να μοιάζουν τελικά
πιο τίμιες. Κρίμα.