Εξω.στης πόλης τα στενά
Φώτο: Eleftheria Kalpenidou (www.eleftheriakalpenidou.portfoliobox.net)
γράφει η Όλγα Κυριακίδου
Διαβάζετε ακούγοντας: Mazzy Star – Into dust
Μελενίκου! Ο δρόμος με τα φωτοτυπάδικα, τα καφέ, τους φοιτητές και το πάρκο με το γεφυράκι . Περπατώ αργά και απολαμβάνω τον ήλιο, μέχρι που κάτι μου αποσπά την προσοχή. Κάτι γυαλίζει έντονα μέσα στο πάρκο. Πλησιάζω περίεργη όπως πάντα και αντικρύζω κάτι που δεν μπορούσα να φανταστώ! Εκεί στα παγκάκια του πάρκου, υπάρχουν πρόχειρα στημένες παράγκες. Παράγκες…μάλλον υπερβάλω, ούτε καν παράγκες. Μια τέντα που απο πάνω της πέφτουν ακανόνιστα κομμάτια νάυλον που γυαλίζουν στον ήλιο. Από κάτω χαρτόκουτα, πανιά, κιλίμια και άνθρωποι! Δεν ξέρω καν πόσο καιρό είναι εκεί. Δεν τους είχα προσέξει ποτέ. Δεν καταλαβαίνω αν είναι νέοι ή ηλικιωμένοι. Το βήμα μου δεν σταματά. Συνεχίζω με άλλη διάθεση. Στο μυαλό μου κολλάει μια σκηνή από κάτι που είχε γίνει πριν λίγους μήνες.
Εκείνες τις μέρες, κάποιους μήνες πριν μου είχε τηλεφωνήσει η μανούλα «Θα είμαι κέντρο, θα βρεθούμε για καφέ;». Ναι, είμαι κι εγώ από αυτές που ξεχνούν να τηλεφωνήσουν στη μαμά τους, από αυτές που δεν την βλέπουν συχνά και όλο τρέχουν σε κάτι που ποτέ δεν τελειώνει ποτέ, άρα δεν μένει και πολύς χρόνος για συναντήσεις ή συζητήσεις στο τηλέφωνο «Ωχ ρε μάνα, με τους καφέδες, δεν προλαβαίνω». Εντάξει, νομίζω πως μπορείτε να φανταστείτε τι άκουσα. «Εντάξει αν προλάβω θα πάμε, μόνο μη φωνάζεις» Αποτέλεσμα; Συνάντηση και καφέ με τη μαμά.
Κατέβηκα με το αυτοκίνητο και προσπαθώ απεγνωσμένα να βρω που στο κόρακα θα παρκάρω. Ε! ναι καλημέρα…Ιδιωτικό παρκινγκ και πλέρωνε τώρα αφού κουβάλησες τον κουβά στη ζούγκλα.
Όμορφα περνά η ώρα με τον καφέ και τη μαμά να σου λέει για τη γειτόνισσα που παντρεύει το γιο της (με σχόλιο φυσικά ότι είναι πιο μικρός από μένα) για τον από πάνω γείτονα που συνεχίζει στις 23.00 το βράδυ να σέρνει τις καρέκλες και να κάνει φασαρία, για το πόσο την προβληματίζει τι θα μαγειρέψει αύριο. Και η ώρα περνά.
Επόμενο καρέ στο πάρκινγκ. Βάζω μπρος το αμάξι – ω ναι αφού πλήρωσα τη θέση από τσιμέντο, σαν να ήταν από χρυσό-. Μια γυναίκα σταματά ακριβώς στο τζάμι του συνοδηγού και η μάνα μου ανοίγει το παράθυρο. «Συγνώμη, μήπως έχετε κάτι να μου δώσετε, ότι μπορείτε» και βάζει τα κλάματα. Η μάνα μου αρνείτε, μάλλον καλύτερα εκπαιδευμένη από μένα.
«Μήπως θέλετε να σας καθαρίσω το σπίτι;» Παγωσα. Δεν μου έχουν ξανακάνει αυτή την ερώτηση. Είναι σίγουρα παγίδα! «Καλή μου γυναίκα, μόνη μου το καθαρίζω, δεν χρειάζομαι» και πάλι η μαμά μου πιο έτοιμη απαντά.
«Αν ξέρετε κάπου να καθαρίσω σκάλα, έχω ένα παιδί και δεν έχω χαρτιά. Πρέπει να φύγω από εδώ αλλά έχω κολλήσει γιατί δεν έχω χρήματα. Τι να κάνω; Μένω στο δρόμο. Φοβάμαι, τώρα τελευταία φοβάμαι πιο πολύ, μας χτυπάν».
Η μάνα μου ανοίγει πορτοφόλι και δίνει. «Δεν έχω κάτι άλλο να δώσω. Έχε πίστη και περίμενε, όλα θα γίνουν» «Να περιμένω…Δεν έχω χρόνο κυρία μου να περιμένω. Φοβάμαι ότι δεν θα προλάβω να μεγαλώσω το παιδί μου όπως πρέπει. Δεν έχω χρόνο κάτι πρέπει να σκεφτώ να κάνω. Δεν προλαβαίνω…»
Δυνατή κόρνα από κάποιον που βιάζεται στο φανάρι και ξυπνάω απότομα από την ονειροπόληση. Εχω ήδη διασχίσει τη Μελενίκου. Περιμένω στο φανάρι. Δεν προλαβαίνω…Έτσι είπα στη μάνα μου πριν μου φωνάξει ότι ποτέ δεν έχω χρόνο για αυτήν… «Αν προλάβω θα πάμε» της είπα τότε. Αν προλάβω να πιω καφέ, αν προλάβω να δω τους ανθρώπους που αγαπώ, αν προλάβω να αγαπήσω και να αγαπηθώ, αν προλάβω να βάλω στην άκρη τις υποχρεώσεις που εγώ δημιουργώ, αν προλάβω να χαρώ.
Θα προλάβω να ζήσω;