Editorial

Το Σάββατο η πόλη θύμιζε τη Θεσσαλονίκη του ’90.
Κόσμος είχε κατακλύσει την παραλία, τα πεζούλια της Ναβαρίνου, τα εστιατόρια,
τα καφέ, τις κινηματογραφικές αίθουσες, τα θέατρα.

Αυτό το συγκεκριμένο Σάββατο ο αέρας έφερνε όμορφες
μνήμες στο νου — πνιγόσουν από τα επίμονα γέλια του μεσημεριού, όσο οι σκόρπιες
εδώ κι εκεί παρέες ερμήνευαν τα τόσα άκομψα που μας συμβαίνουν.

Σαν να μην πέρασε μια μέρα από την εποχή τού έξω, από
τα απαραίτητα ραντεβού στ’ αρχαία τις νύχτες του Απρίλη, τις εξτραβαγκάντζες
φυσιογνωμίες που συναναστρεφόμασταν και την αντίπερα όχθη της στρεβλής
ανάπτυξης της πίστας και του γαρίφαλου.

Είχαμε δώσει εκείνη την εποχή κάποιο πρωινό ραντεβού
για να ανατρέψουμε το κύμα της συνωστισμένης ανοησίας, μα αν θυμάμαι καλά το
αναβάλαμε.

Και
μ’ αυτήν την αδιάκοπη αναβολή πέρασε η ώρα και βυθιστήκαμε στη βίαιη λαίλαπα
της επόμενης μέρας, ώσπου μεταλλαχτήκαμε σε κάτι άλλο.

Μα κάπου στην ατζέντα μας, κάπου στο μυαλό μας, το
’χουμε ακόμα σημειωμένο εκείνο το ραντεβού, και ίσως —ίσως, λέω— κάποια μέρα θα
πάμε ώς εκεί και —ίσως— δούμε πως ακόμα μάς περιμένουν, πως δε βαρέθηκαν και
πως ακόμα μάς περιμένουν. Εκείνοι οι φίλοι, εκείνοι οι Άλλοι, εκείνοι που
υπήρξαμε. Εγώ κι εσύ.

Related stories