Γεννιόμαστε χωρίς καμία ιδιόκτητη ρομαντικότητα. Χάσκουμε απέναντι σε όσα μάς περιβάλλουν και το μόνο που μας ηρεμεί είναι η μυρωδιά της κοιτίδας μας. Δε μας νοιάζει τίποτε ακόμα. Γένεσις: ο άνθρωπος, αγνός ακόμα, αδιάβλητος και σε ολοκλήρωση μέσα από το ένστικτο της επιβίωσης.
Ο άνθρωπος δεν γεννιέται ως ζώον κοινωνικόν. Δεν είναι η φύση του η αγέλη. Τα λογής μαμούθ μάς υπέδειξαν την ανάγκη για αγέλη, με μόνο σκοπό την επιβίωση — όχι τον αλληλοσεβασμό. Έπειτα η κοινωνία δημιουργείται για να ενώσει αγέλες ενάντια σε αγέλες, οι κοινωνίες για να ενώσουν πόλεις εναντίον πόλεων, και πάει (κ)λέγοντας.
Τηρούμε ψηλά τον άνθρωπο. Βάλαμε έναν θεό να μας φτιάξει και ύστερα του είπαμε να πεθάνει για τα χρωστούμενά μας. Τώρα που δεν μπορούμε να φτιάξουμε θεούς, πεθαίνουμε τα παιδιά μας για τα ίδια χρωστούμενα.
Σήμερα που ο ίδιος πλανήτης που μας γέννησε μας αποβάλλει, εμείς συνεχίζουμε να πάσχουμε από έλλειψη ιδιόκτητης ρομαντικότητας. Πάψαμε να μοιραζόμαστε ιδέες και μοιραζόμαστε απόβλητα. Να περισσεύουμε σε όλα, να υπερβάλλουμε με όλα, να μολύνουμε ο ένας τον άλλον ψυχικά, σωματικά, περιβαλλοντικά. Κι αυτό συνεχίζουμε να το λέμε πολιτισμό.
Δεν είμαστε εκλεκτοί, ούτε παιδιά του Παραδείσου. Είμαστε λιοντάρια που θα δαγκώσουμε στην πρώτη ευκαιρία. Αρουραίοι που θα μολύνουμε το αυριανό μας γεύμα. Ένας οργανισμός με τις περισσότερες αδυναμίες από κάθε άλλον, γενετικές ανωμαλίες, και εμμονές.
Αυτός είναι ο άνθρωπος. Δες τον. Παρατήρησέ τον. Μάθε από αυτόν.
Κι αν έχεις δύναμη για δύο, να σταθείς για δύο.