Διασχίζοντας τις προάλλες το κέντρο για να πάω στον «Εξώστη», έβλεπα όλους αυτούς τους θαρραλέους ανθρώπους που κρατούν την πόλη ζωντανή. Επιχειρήσεις σε κεντρικούς και σε απόμερους δρόμους, ζευγάρια που έκαναν βόλτα στη χλομή φθινοπωρινή Θεσσαλονίκη, ενωμένα χέρια και ψυχές που αψηφούν την τρομοκρατία της πραγματικότητας, μητέρες και παιδιά που σου θυμίζουν την ευτυχία των αναμνήσεων.
Έκανα κλεφτά μια σκέψη: να γινόμασταν, λέει, όλοι κλοσάρ, να ζούσαμε με χάρη και στιλ υποδυόμενοι όποιον ρόλο μάς αρέσει. Να βουτάμε σε θάλασσες με βιβλία και ποίηση.
Να σωπαίνουμε.
Ναι, δε θέλω πια τον απλό λόγο, τον αλήτικο, του δρόμου, θέλω μόνο το μυαλό να είναι έτσι, και ο λόγος να ξαναγίνει περίτεχνος και ευγενικός, ανάξιος της εποχής. Θέλω ν’ ακούω τις σιωπηλές διαμαρτυρίες και το κλάμα που έχει καθένας μέσα του, ν’ αποτραβιέμαι από τις καθημερινές αβάσταχτες διαδρομές που έχουμε δημιουργήσει. Στον «Εξώστη», αυτό ήταν το στοίχημα που βάλαμε από το πρώτο-πρώτο τεύχος και, το κερδίζουμε ή το χάνουμε κάθε φορά, δεν το έχουμε εγκαταλείψει.
Τελικά, ίσως πράγματι η μόνη μας πατρίδα να είναι τα παιδικά μας όνειρα.
Γοργός να είναι ο γυρισμός μας.
Για τους ανθρώπους του «Εξώστη» που πασχίζουν να μεταδώσουν ψήγματα της κρυμμένης, πολύτιμης αλήθειας των λέξεων, και για όλους εκεί έξω που την αναζητούν.