Πριν κάποιες μέρες έτυχε να βρεθώ σε ένα χωριό στους πρόποδες του Γράμμου, μόλις δυο χιλιόμετρα από τα σύνορα Ελλάδας – Αλβανίας. Καμιά σχέση με τον οποιοδήποτε τουριστικό χειμερινό προορισμό. Στη Διποταμιά, κυριαρχεί η φτώχεια και η εγκατάλειψη, σε ένα τέτοιο τόπο δεν πρόκειται κανείς να συναντήσει κάμερα του Star ή κάποιο φανταχτερό τζιπάκι. Μόνο αγρότες και κτηνοτρόφοι ανεβοκατεβαίνουν τους γεμάτους τρύπες δρόμους του χωριού συνθέτοντας ένα τοπίο το βγαλμένο από ταινία με θέμα τον εμφύλιο.
Λίγα χιλιόμετρα έξω από το χωριό άλλα τοπία, άλλα συναισθήματα. Εκεί που τελειώνει ο ανθρώπινος παρεμβατισμός αναλαμβάνει η φύση να διορθώσει κάπως τα πράγματα. Στα πλάγια του δρόμου η πρώτη πρασινάδα έκανε δειλά δειλά την εμφάνιση της δίπλα στα χιόνια, ενώ ο Γράμμος με τα εκπληκτικά του δάση καλυμμένος με χιόνι, να δεσπόζει πάνω από το κεφάλι μας.
Μια ησυχία, αλλόκοτη για τους συνηθισμένους στο αστικό τοπίο, μια ηρεμία, εκνευριστική για έναν αστικόπληκτο άνθρωπο, μια μακάρια ακινησία, εξωφρενική.
Πάνω στο χιόνι πατημασιές, μικρές, μεγάλες, υποδήλωναν ότι η άνοιξη έχει έρθει. Η δύσκολη ανηφόρα του αέναου κύκλου της ζωής, κάπου εδώ δίνει τη θέση της στην απολαυστική κατηφόρα.
Συνέδεσα το ξύπνημα της φύσης με τα λόγια ενός πασίγνωστου μεξικανού κουκουλοφόρου, “Οι πιο σκοτεινές ώρες, είναι αυτές λίγο πριν ξημερώσει”.