Πήραμε τον παχύσαρκο ασθενή σε κωματώδη κατάσταση και τον ξαπλώσαμε στο κρεβάτι του πόνου. Δε μπορούσε καν να βογκήξει. Το καρδιογράφημά του ήταν μια σχεδόν τέλεια ευθεία γραμμή.
Η Δημοκρατία, στο μεταξύ, και άλλες πολιτικές αβανταδόρικες λεξούλες επαναλαμβάνονταν ασταμάτητα στα Μέσα. Θα σωθούμε δε θα σωθούμε, θα κουρευτούμε δε θα κουρευτούμε, θα ορθοποδήσουμε ή θα εξακολουθήσουμε να μένουμε με την πλάτη στο πάτωμα σαν ξεμοναχιασμένη κατσαρίδα, και άλλες απορίες καθημερινής παράνοιας, απασχολούσαν το μυαλό μας για μέρες, για μήνες, για χρόνια, για αιώνες. Κι εμείς δίναμε γερές δόσεις ευθανασίας ο ένας στον άλλον, με βύσματα, προσλήψεις, δανειοδοτήσεις και βολέματα. Έτσι μάθαμε, έτσι πράτταμε.
Ο ασθενής άνοιξε κάποια στιγμή τα μάτια του (γιατί το νοσοκομείο μετακομίζει, φεύγει από τα μέρη μας) και τώρα κοιτάζει το ταβάνι προσπαθώντας να θυμηθεί ποιος είναι και πού βρίσκεται. Και γιατί. Σηκωθήκαμε κι εμείς από τους καναπέδες και βγήκαμε να το πανηγυρίσουμε. Όπως ακριβώς όταν βγήκαμε πρώτοι στο Euro και στη Eurovision. Οι «ένδοξες» στιγμές του έθνους μας ήταν πολλές, κι ενώ χρεοκοπούσαμε ατομικά και συνολικά ανοίγαμε φτηνές σαμπάνιες στο όνομα «του τόπου».
Τον διαπομπεύσαμε τον τόπο, τον διασύραμε, τον τυραννήσαμε σαν τον γύφτο το αρκούδι. Αμ έλα που νηστικό αρκούδι δε χορεύει — και ο γύφτος… πώς θα βγάλει το ψωμί του ο γύφτος;…
Και μας έχει καταπλακώσει ένα βαρύ κι ασήκωτο άγχος να τρέξουμε, να προλάβουμε τα γεγονότα, τις εξελίξεις, τα ρεύματα, τα νερά, τη θάλασσα που ξεχύνεται από μέσα μας — και μέσα σ’ όλα να πρέπει να ταΐσουμε και την ψυχή μας, κυρίως αυτήν, που πεινάει περισσότερο και που εδώ και πολύ καιρό τη θάψαμε βαθιά, πολύ βαθιά.
Να ζήσουμε να τη θυμόμαστε.