Στην οδό Τύπου —σύμπτωση; τυχαίο; μοιραίο; δεν ξέρω— κάθομαι στο γραφείο του «εξώστη» κοιτάζοντας αφηρημένα το απέναντι εγκαταλελειμμένο πατάρι κάποιας βιοτεχνίας ρούχων, και το σκηνικό έχει πλαισιώσει μουσικά η κρατική ορχήστρα που κάνει πρόβα λίγο πιο κάτω. Συνειρμικές σκέψεις διαδέχονται η μία την άλλη, «σκέψεις φορφρί», παλιά σχέδια που άφησαν γλυκόπικρες αναμνήσεις, εικόνες της πόλης, όνειρα, γκραφίτι στους τοίχους, ένα αδέσποτο που σε κοιτάζει με μάτια στο χρώμα του πευκόμελου, άλλα σχέδια που μας κάνουν ακόμα να συγκινούμαστε γιατί, ακριβώς, συγκίνησαν κάποιους και μας το είπαν με το βλέμμα τους, η ομίχλη στην παραλία κι ένα ζευγάρι ποδηλάτες να την κόβουν και να περνάν από δίπλα σου σαν όμορφα φαντάσματα, οι ιαχές των φιλάθλων που ξεφεύγουν από το φωτισμένο γήπεδο και σε κάνουν να ριγείς, ο άνεμος που παίρνει φύλλα, χαρτιά, προεκλογικά φυλλάδια, σκέψεις, δάκρυα και εικόνες προσώπων, οι γειτονιές της ευωχίας, οι γειτονιές του θορύβου, οι γειτονιές των εκπεσόντων αγγέλων και των κοριτσιών, τα γκρεμισμένα Κάστρα να στέφουν και να προασπίζουν μια πόλη που δεν έχει πια εχθρούς —μα που ίσως δεν έχει και φίλους—, άνθρωποι, άνθρωποι πολλοί, και ξανά βλέμματα, και δάκρυα, και χαμόγελα, και κλεισίματα ματιών, και ωραία πρόσωπα: όλα τα πρόσωπα είναι ωραία — κι όλα τα σώματα. Και ξαφνικά (αν και ο χρόνος που πέρασε από την πρώτη-πρώτη στιγμή είναι πολύς: είναι πάρα πολύς), ξαφνικά: απρόσμενες συνεργασίες με ανθρώπους που πια γίνανε φίλοι, φίλοι που χωρίς δεύτερη σκέψη όρμησαν μαζί μας, ο Κυριάκος που διστακτικά τού ζήτησα να μας υποστηρίξει κι εκείνος είπε ένα οριστικό «Φυσικά», ο Μάνος που μας φωνάζει από την Αθήνα «Ελευθερία», ο Στέφανος κι ο Γιάννης που η αγωνία μας να κλείσει το περιοδικό δεν έχει τελειωμό — αλλά που μας γεμίζει: κι ας μας τρελαίνει. Άνθρωποι οι περισσότεροι άγνωστοι μεταξύ μας, μάθαμε ξανά από την αρχή να συνεργαζόμαστε, να συμβιώνουμε, να τσακωνόμαστε, να τα βρίσκουμε, να αλληλοστηριζόμαστε, να βοηθιόμαστε, να γελάμε μαζί. Ναι, το γέλιο είναι εδώ, είναι μαζί μας, κομμάτι μας: είναι σημαντικό να γελάς, να γελάς με τα ίδια πράγματα, να γελάς με τον εαυτό σου, να γελάς που δεν έχεις να πληρώσεις το ρεύμα, να γελάς με τις νέες εισφορές — να γελάμε με τα χάλια μας, και με ό,τι πολύτιμο έχει ο καθένας μέσα του, και που το μοιράζεται με σένα, με μας, με όλα τα ξένα βλέμματα. Εντέλει: με την πόλη, που κοιτά από τον εξώστη της, που είναι η ίδια ένας εξώστης. Κάπως έτσι και χωρίς κάποια μαγική συνταγή η συντακτική ομάδα και καθένας ξεχωριστά δίνει το δικό του στίγμα στην καθημερινότητα που μας πλακώνει, μας αποσυντονίζει, μας περιπαίζει, μας κάνει να ερωτευόμαστε, να βγαίνουμε από την κρυψώνα μας, να βγαίνουμε έξω: στο δρόμο. …Και τότε ανοίγει η πόρτα του γραφείου κι ένας πιτσιρικάς από την παρέα που ώρα τώρα παίζει μέσα στο στενό της οδού Τύπου με ρωτάει χαμηλόφωνα: «Κυρία… να κρυφτώ εδώ;» Κι ακούγεται απέξω μια άλλη παιδική φωνή, να λέει: «Πέντε, δέκα, δεκαπέντε, είκοσι, εικοσπέντε — φτου και βγαίνω».