Η τσιμεντένια ζέστη της Νέας Υόρκης δεν είναι μόνο φόντο στο Do the Right Thing (1989) του Spike Lee. Είναι χαρακτήρας. Είναι πρόφαση. Είναι θρυαλλίδα. Μια καλοκαιρινή μέρα στο Μπρούκλιν όπου όλα μοιάζουν να βράζουν — οι δρόμοι, οι σχέσεις, οι φυλετικές εντάσεις, οι εσωτερικοί μας δαίμονες. Όταν ο ήλιος πυρώνει την άσφαλτο, τίποτα δεν κρύβεται κάτω απ’ το χαλί.
Ο Spike Lee για αρχή, χτίζει μια γειτονιά. Μια μικροκοινωνία γεμάτη χαρακτήρες που μοιάζουν βγαλμένοι από το πραγματικό Μπέντ-Στάιβσον. Από τον Radio Raheem και το Fight the Power που βροντάει από το boombox του, μέχρι τον Sal με την πιτσαρία που κοσμεί με φωτογραφίες μόνο Ιταλοαμερικανών — κάθε πρόσωπο εδώ κουβαλάει μια ιστορία, ένα δίκιο, ένα λάθος, ένα θερμόμετρο που ανεβαίνει επικίνδυνα.
Η ταινία δεν προσπαθεί να πάρει θέση με εύκολους διαχωρισμούς “καλών και κακών”. Αντιθέτως, δείχνει τι γίνεται όταν όλοι πιστεύουν πως έχουν δίκιο — και κάπως έτσι, κανείς δεν κάνει το σωστό. Το “do the right thing” δεν είναι εντολή, είναι ερώτηση. Ποιο είναι το σωστό όταν όλα είναι λάθος; Όταν η αστυνομία σκοτώνει; Όταν η γειτονιά εξεγείρεται; Όταν ο θυμός σκάει σαν πυροτέχνημα πάνω από τις σκεπές του Μπρούκλιν;
Το soundtrack (Public Enemy, jazz, salsa, soul), τα χρώματα, το στήσιμο της κάμερας — όλα βοηθούν στο να δημιουργηθεί μια ατμόσφαιρα πυρετώδης, σχεδόν θεατρική αλλά αληθινή. Η ταινία παίζει με τον ιδρώτα, με τα βλέμματα, με τα παράπονα που κουβαλάμε όλοι μας σαν βαρίδια. Και το κάνει με τέτοια δεξιοτεχνία, που σε αναγκάζει να κοιτάξεις κατάματα τις δικές σου προκαταλήψεις, την κοινωνία γύρω σου, τις σιωπές που επιτρέπουν την αδικία.
Το Do the Right Thing είναι, θα λέγαμε, μανιφέστο. Είναι ανοιχτή πληγή. Είναι το καλοκαίρι που δεν τελειώνει ποτέ — γιατί οι συνθήκες που γεννούν την οργή του, επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά. Στις ΗΠΑ, στην Ελλάδα, παντού.
Και τελικά, σε κάνει να αναρωτηθείς: όταν έρθει η ώρα, εσύ θα κάνεις το σωστό;