Λίγες, μόλις, μέρες πριν την πρεμιέρα της παράστασης Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας, που θα μας κρατήσει συντροφιά όλο το καλοκαίρι στο Βασιλικό Θέατρο από το ΚΘΒΕ, είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε εφ' όλης της ύλης με τους δύο πρωταγωνιστές της παράστασης, την Φιλαρέτη Κομνηνού και τον Ταξιάρχη Χάνο.
Ποια είναι η υπόθεση του έργου;
Κομνηνού: Το έργο τιτλοφορείται δραματικό ειδύλλιο, έχει να κάνει με έρωτες, αιώνιους, ανεκπλήρωτους. Η δική μας η σχέση είναι ότι όταν ήμασταν μικρά, στην εφηβεία, ερωτευτήκαμε, και κάποια στιγμή εγώ, η κυρία, παντρεύτηκε κάποιον άλλον, δεν διευκρινίζεται αν ήταν από έρωτα ή επειδή ήταν πλούσιος. Παντρεύτηκε λοιπόν κάποιον άλλον και παράτησε τον μικρό. Παντρεύτηκε, έκανε μια κόρη και χήρεψε. Ο Μήτρος την ψάχνει 20 χρόνια σ' όλα τα βουνά και τους λόγγους, αυτή είναι η Μάρω που αγάπησε, που της τραγούδαγε αυτά τα περίφημα τραγούδια όπως είναι το Μια βοσκοπούλα αγάπησα. Κοντά στον έρωτα των – ας πούμε – κάπως μεγάλων, υπάρχει ο έρωτας της κόρης μου με τον Λιάκο. Εγώ όμως δεν θέλω να την δώσω στον Λιάκο, γιατί είναι πιστικός. Πιστικός είναι, δηλαδή, το παραπαίδι κάποιου τσέλιγκα. Την προξενεύω στον Μήτρο, κάποια στιγμή καταλαβαίνω ότι είναι η παλιά μου αγάπη, το καταπίνω όμως αυτό, δεν το ομολογεί η Μάρω, και την βλέπουμε σε όλο το έργο να προσπαθεί να την παντρέψει με τον Μήτρο γιατί είναι αρχιτσέλιγκας, γιατί είναι άντρας σωστός, νοικοκύρης κι όλα αυτά. Μιλάμε για τέτοιους έρωτες που ίσως τώρα στην εποχή μας ακούγονται ουτοπικοί. Ότι δεν υπάρχουν πια αυτοί οι έρωτες που κρατάνε από τα παιδικά χρόνια και κρατάνε τόσα χρόνια και είναι ανεκπλήρωτοι. Βέβαια, μέσα σ' όλο αυτό, υπάρχει ένα χωριό όπου είναι διάφοροι τσομπάνηδες, δηλαδή δεν περιορίζεται μόνο στις σχέσεις των δύο ζευγαριών, έχει να κάνει με τους βοσκούς σε μια όχι τόσο ειδυλλιακή εικόνα του χωριού γιατί βλέπεις ότι οι άνθρωποι διεκδικούν τα συμφέροντά τους, γίνονται σε κάποιες στιγμές και μικροπρεπείς, και όλο αυτό το βλέπουμε και σ' ένα πανηγύρι γιατί γίνεται μια γιορτή της Αναλήψεως και χορεύουνε και τους χορούς κλπ και παίρνουμε αυτήν την εικόνα και το άρωμα αυτής της εποχής με όλη την φωτεινότητα και την αγνότητα. Η ξεχασμένη πια για την πραγματικότητα της Ελλάδας, αγνότητα των αισθημάτων, και ταυτόχρονα, όμως, γύρω ένας κόσμος γειωμένος που διεκδικεί τα συμφέροντά του, δεν είναι δηλαδή όλο ένα παραμύθι.
Το έργο γράφτηκε το 1891 και πρωτοπαίχτηκε το 1894. Έπειτα από 120 χρόνια, εν έτει 2016, για ποιον λόγο ανεβαίνει ξανά αυτό το έργο; Ποιοι λόγοι θα έκαναν τους θεατές να έρθουν να παρακολουθήσουν την παράσταση;
Χάνος: Πρώτα απ' όλα είναι ένα έργο που είναι καταγεγραμμένο στη συνείδησή μας σαν να είναι παράδοσή μας. Άρα ένας λόγος είναι αυτός. Το ότι ένα φιλί που δόθηκε κάποτε δένει δύο ανθρώπους μετά από χρόνια, είναι μια κατάσταση ουτοπική στο σήμερα, κι η τέχνη θέτει τέτοια ερωτήματα. Να ονειρεύεσαι, να αφήνεσαι, να αιωρείται αυτή η ανάγκη του ανθρώπου, το ανεκπλήρωτο, μήπως και κάποια στιγμή εκπληρωθεί. Είναι ένα θεατρικό έργο ολοκληρωμένο όπου έχει μέσα τα πάντα. Δηλαδή, και τα ερωτικά στοιχεία, και τη ζωή του χωριού, συν το ερώτημα αυτό το καίριο, για τις σχέσεις των ανθρώπων. Πόσο μπορείς να τις διατηρήσεις ή πόσο έχουν δηλητηριαστεί. Είναι σαν να μυρίζεις ένα λουλούδι. Γιατί να το μυρίσεις; Το μυρίζεις γιατί είναι ένα φυσικό φαινόμενο. Το συναντάς ξανά και ωπ! για μια στιγμή αιωρείσαι και σκέφτεσαι. Το έργο είναι απαραίτητο θα έλεγα.
Κομνηνού: Υπάρχει μια εμμονή πια ότι όλα τα έργα πρέπει αυτή τη στιγμή να είναι επίκαιρα, να είναι σύγχρονα και να μιλάνε για την κρίση, αυτήν την φορά τολμάμε και σας το λέμε: όχι, δεν έχει σχέση με την κρίση το έργο, δεν έχει σχέση με το οικονομικό πρόβλημα και με τον πανικό που ζούμε σαν χώρα, και ίσως είναι μια παρηγοριά να προσφέρεις αυτό το έργο στους θεατές για να ξαναθυμηθούνε πράγματα που υπάρχουν στο DNA μας. Όσο κι αν σου φαίνεται παράξενο, λίγο που μεγαλώσαμε, λίγο που γίναμε κυνικοί απ' την εποχή, λίγο κι από την εμπειρία, δεν κλαίμε εύκολα σε παραστάσεις. Σας πληροφορώ πως όταν πρωτοδιάβασα το έργο σε δύο σημεία του έργου βούρκωσα, έβαλα τα κλάματα, και αναρωτήθηκα πώς είναι δυνατόν να με αγγίζει;, που σημειωτέον αυτό το έργο αν μου το είχαν προτείνει πριν από δέκα χρόνια να αδιαφορούσα και να μην δεχόμουν να το κάνω, γιατί ίσως τότε ήταν αλλιώς η ψυχολογία μας. Τώρα, επειδή είμαστε τραυματισμένοι σαν λαός από όλο αυτό που συμβαίνει, έχεις ανάγκη από κάτι καθαρό. Πώς πάμε μερικές φορές πάνω σε κάποιο βουνό και σκύβουμε και πίνουμε νερό από μια πηγή; Το ΄χουμε ανάγκη, το χρειαζόμαστε. Και δεν είναι τυχαίο ότι έχει γίνει μια στροφή του θεάτρου και του κοινού σ' αυτά τα έργα των περασμένων δεκαετιών, και βασικά στα ελληνικά έργα. Ύστερα, ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας μαζί με την Γκόλφω, ήταν τα πιο δημοφιλή έργα στα μπουλούκια. Όταν δεν πήγαινε καλά ένας θίασος, ήταν το σίγουρο, ανεβάζανε αμέσως Αγαπητικό της Βοσκοπούλας. Είναι λατρεμένο έργο, θέλω να πω εδώ και χρόνια.
Χάνος: Άρα κάτι σημαίνει. Δηλαδή δεν είναι δυνατόν να υφίσταται ένα έργο τόσα χρόνια γιατί έχουν γραφτεί κι άλλα. Μέσα στον χρόνο ξεχωρίζουν κάποια. Χρειάζεται κάποια στιγμή να έχουμε ένα σημείο αναφοράς. Ποιο θα είναι; Καλή είναι κι όλη η άλλη θολούρα, αλλά μερικές φορές, όπως είπε κι η Φιλαρέτη, πας σ' ένα βουνό και λες ωπ, εδώ είμαι. Να κοιτάξω λίγο απέναντι, να μυρίσω λίγο την ατμόσφαιρα. Μην τα ξεχνάμε αυτά τα πράγματα. Όλοι από ένα χωριό είμαστε.
Κομνηνού: Έχεις ανάγκη το ρομάντζο, πώς να το κάνουμε! Κι όποιος πει το αντίθετο, λέει ψέματα στον εαυτό του. Πού και πού δηλαδή έχεις ανάγκη την τρυφερότητα.
Χάνος: Ακριβώς, ωραία λέξη. Τρυφερότητα, η τρυφερή ματιά στα πράγματα.
Κομνηνού: Και ειδικά στον έρωτα. Γιατί ο έρωτας στις μέρες μας μέσω του facebook και μέσω του διαδικτύου, έχει γίνει πάρα πολύ κυνικός, έχει γίνει λίγο φαστ-φουντ. Και ξαφνικά βλέπεις ότι αυτοί οι άνθρωποι ανταλλάσσουν ένα φιλί, μια αγκαλιά και το θυμούνται και το αναζητούν για χρόνια.
Χάνος: Θα μου πεις σ' ένα νέο παιδί, πόσα μπορεί αυτό να του δώσει; Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να του δώσουμε την δυνατότητα να δει ότι υπάρχει και αυτό. Δηλαδή μπορείς να επιμένεις σε κάτι και θα έρθει η ώρα του. Δεν είναι όλα φαστ-φουντ. Θέλει κι έναν χρόνο και ο έρωτας, θέλει έναν χρόνο και το χάδι, ο λόγος, το θέατρο, όλα τα πράγματα, οι σχέσεις. Θέλουν έναν χρόνο να διαδραματίζονται, και σ' ένα ωραίο περιβάλλον.
Κομνηνού: Και μην ξεχνάς ότι οι έρωτες αυτοί είναι στα βουνά. Έχει σημασία. Ότι ζούνε μέσα στη φύση, το μυαλό και η ψυχή του ανθρώπου έχει άλλο άνοιγμα, σε σχέση με κάποιον που ζει μέσα στην πόλη, μέσα στο αυτοκίνητο, μέσα στο άγχος της καθημερινότητάς μας.
Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας είναι γραμμένος σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, που έχει διατηρηθεί στην παράσταση. Ποιες είναι οι δυσκολίες για έναν ηθοποιό;
Κομνηνού: Είναι ατόφιος ο δεκαπεντασύλλαβος. Κι ενώ αυτό δημιουργεί μια δυσκολία στον ηθοποιό, γιατί δεν είναι ο προφορικός λόγος που έχει σχέση και με τη σύγχρονη πραγματικότητα, παρόλα αυτά, κρατάει κάτι λυρικό. Το θέμα είναι πώς το χειρίζεσαι για να το κάνεις κάτ φυσικό. Όχι ότι τραγουδάς, αλλά αυτό έχει μια μαγεία επειδή έχει ρυθμό, είναι σαν να κελαηδάνε οι άνθρωποι όταν μιλάνε. Αυτό είναι κάτι μαγικό, και για μας, που ναι έχει μεγάλη δυσκολία να το κατακτήσεις αλλά από την άλλη είναι μια απόλαυση. Πιστεύω πως και για τ' αυτιά του θεατή είναι απόλαυση γιατί είναι πραγματικά σαν να συνομιλούν μέσα από ένα κελάηδισμα.
Χάνος: Ο δεκαπεντασύλλαβος είναι μέσα στο DNA μας.Ο δεκαπεντασύλλαβος μας είναι μεν οικείος, αλλά αν πάμε να τον κοροϊδέψουμε, γυρίζει και μας μουτζώνει. Σου λέει: ώπα μάγκα, γιας δες, μπορείς; αντέχεις;. Έχει μια αγνότητα, μια ποιητική διάσταση. Το ποιητικό, με την ευρεία έννοια, μας είναι αναγκαίο πια.
Με ποιον τρόπο προσεγγίζει το έργο ο σκηνοθέτης Σταμάτης Φασουλής;
Χάνος: Η δική μου άποψη, γιατί ακόμη είμαστε σε πρόβες και δεν έχει διαμορφωθεί το έργο, είναι ότι υπάρχει μια ευγένεια απέναντι στο κείμενο, που μου αρέσει πάρα πολύ. Έχουμε δουλέψει πολύ με τον δεκαπεντασύλλαβο, που είναι πολύ σημαντικό αυτό, γιατί έρχονται και νέα παιδιά που στις σχολές τους δεν διδάσκεται ο δεκαπεντασύλλαβος, σιγά σιγά βλέπουμε ότι πρέπει να κάνουμε βουτιές στα είδη τα δικά μας, που είναι γέννημα δικό μας. Μιλάς έναν λόγο και σιγά σιγά αυτός ο λόγος φτάνει να γίνει τραγούδι. Δεν είναι εύκολο να το πετύχεις μέσα στα μέτρα του, χωρίς να χάσεις το νόημα, χωρίς να στομφάρεις. Δουλέψαμε πάρα πολύ πάνω σ' αυτό το κομμάτι, γιατί πρέπει ο λόγος να ακουστεί κι όχι να είναι μια παράπλευρη λειτουργία, με τα τραγούδια, με τα χορευτικά, με όλη αυτή τη διασκέδαση που ναι, καλά κάνουμε γιατί πρέπει να διασκεδάσει ο κόσμος, πρέπει όλο αυτό να είναι μια ανάταση ψυχική. Έχει και τα κωμικά του στοιχεία.
Κομνηνού: Όταν είπαμε πριν για τον περίγυρο του χωριού, εκεί υπάρχουν οι κλασικά κωμικοί ρόλοι. Η παράσταση δηλαδή έχει και πάρα πολύ γέλιο. Μην το δούμε σαν δράμα. Αυτοί οι άνθρωποι χορεύουν, αλληλοπειράζονται, γελάνε και μέσα σ' αυτά κλαίνε, αγαπιούνται, ερωτεύονται, παθιάζονται, συγκρούονται. Επανέρχομαι όμως στο ερώτημα σου για την προσέγγιση του Σταμάτη. Επειδή εγώ είχα την ευκαιρία να δουλέψω μαζί του και στο Τρίτο Στεφάνι , που είχε πάλι να κάνει με την ιστορία και την Ελλάδα των προηγούμενων δεκαετιών, για μένα ήταν μια ιστορική παράσταση εκείνη, παίχτηκε για δύο χρόνια με γεμάτα τα θέατρα και στο Εθνικό, και στο Παλλάς μετά, και εδώ. Στον Σταμάτη δεν αρέσει, δεν είναι της αισθητικής και του γούστου του, να τα κάνει ηθογραφίες.
Παρουσιάζει την εποχή, αλλά και κάπου λίγο την πειράζει, κάπου λίγο την μετακινεί, αν μπορώ να δώσω μια απάντηση λίγο γενική και αόριστη. Ξέρουμε όμως ότι δεν θέλουμε να καταφύγουμε σε ηθογραφία και αναπαράσταση μόνο εποχής. Γι' αυτό και τα κοστούμια μας δεν θα είναι η φουστανέλα και η στολή η παραδοσιακή που ξέρουμε, η μουσειακή. Στο φινάλε του έργου μόνο θα βγούμε με τις παραδοσιακές φορεσιές. Αλλά πριν θα είναι κάτι σαν μια λοξή ματιά στο τότε αλλά και στο τώρα.
Το ΚΘΒΕ για την παράσταση αυτή θα έχει και υπέρτιτλους στα αγγλικά και στα ρώσικα. Πώς βλέπετε την κίνηση αυτή;
Χάνος: Και τον χειμώνα που είχαμε κάνει την Κωμωδία του Αυτόχειρα πάλι είχαμε ρώσικους υπέρτιτλους. Η Θεσσαλονίκη είναι ένα κέντρο των Βαλκανίων, νομίζω όλο αυτό πρέπει να ανακινηθεί μ' έναν τρόπο. Το θέατρο το προσπαθεί. Και με τους ανθρώπους που περνάνε από εδώ το καλοκαίρι, είναι μια πολύ έξυπνη ιδέα να είναι και στα ρώσικα γιατί έρχονται πολλοί ρώσοι τουρίστες. Όσο πετύχει. Κι αυτό που κάνει το θέατρο φέτος, που παίζουμε το καλοκαίρι, σε κλειστό χώρο, ήδη είναι ένα πείραμα, ένα ρίσκο, που πιστεύουμε να πετύχει. Για τον κόσμο που θα μείνει εδώ το καλοκαίρι θα είναι μια όαση να μπορεί να δει ένα πολύ ωραίο έργο, πολύ γνωστό του, να διασκεδάσει, να πάρει αυτά που του αναλογούν από το έργο. Και οι ξένοι που θα 'ρθουνε να έχουν μια πρόσβαση να δούνε τι θέατρο γίνεται εδώ πέρα.
Κομνηνού: Νομίζω υπάρχει μια ανάγκη κι από το θέατρο και από τον Γιάννη τον Αναστασάκη και την Μαρία την Τσιμά, το Κρατικό να έχει μια εξωστρέφεια, να μην περιοριστεί μόνο στους θεατές της πόλης , κάνει ένα άνοιγμα. Επειδή η Θεσσαλονίκη ήταν και παλιά, και τώρα είναι, ένα πολιτισμικό κέντρο, είναι ένα κέντρο διέλευσης. Δεν ξέρω πόσοι θα ανταποκριθούνε, θα το ξέρουμε τον χειμώνα.
Χάνος: Σημασία έχει ότι γίνεται μια προσπάθεια έντιμη,με το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα απ' τη δική μας την πλευρά. Τώρα, μακάρι ν' ανταποκριθεί ο κόσμος, να έρθει, να περάσει καλά, γιατί ναι, είναι κι ένας πρεσβευτής για τους τουρίστες που θα 'ρθουν να δουν μια ελληνική παράσταση με ελληνικό έργο.
Είστε και οι δύο καθηγητές υποκριτικής, εσείς κύριε Χάνο στην Δραματική του ΚΘΒΕ, κι εσείς κυρία Κομνηνού στο τμήμα Θεάτρου ΑΠΘ. Παρακολουθείτε τα θεατρικά πράγματα της Θεσσσαλονίκης; Θα μπορούσε να συγκριθεί το θέατρο της πόλης μας με αυτό της Αθήνας;
Κομνηνού: Πρέπει να πω, ότι επειδή ανεβαίνω μόνο τα Δευτερότριτα για τα μαθήματα στο Πανεπιστήμιο, δεν έχω τη δυνατότητα να βλέπω παραστάσεις εδώ στη Θεσσαλονίκη. Δηλαδή τις παραστάσεις του ΚΘΒΕ που θα 'θελα να τις δω, επειδή έπαιζα τον χειμώνα στην Αθήνα δεν μπόρεσα να τις δω. Οπότε δεν έχω μια πλήρη εικόνα ούτε για το ΚΘΒΕ, ούτε για τις άλλες ομάδες. Απλώς αφουγκράζομαι και από τις συζητήσεις που κάνω με τους φοιτητές μου ότι υπάρχει μια ανάγκη να δημιουργηθούνε ομάδες πια, και πρέπει αυτό να συμβεί γιατί είναι αδιανόητο η Αθήνα αυτή τη στιγμή να έχει πάνω από 500 στέγες, εναλλασσόμενο ρεπερτόριο, ομάδες παιδιών που μόνοι τους, χωρίς λεφτά, χωρίς καμία υποστήριξη, και καμιά φορά χωρίς να πληρωθούνε και βάζοντας από την τσέπη τους λεφτά, δημιουργούν. Κι είναι η ανάγκη και της εποχής, είναι ένα αντίδοτο στην κατάθλιψη. Η Θεσσαλονίκη πρέπει να καταφέρει να ανταποκριθεί απέναντι στον δημιουργικό πυρετό της Αθήνας, αν όχι στον ίδιο αριθμό, τουλάχιστον να δημιουργηθούν ομάδες παράπλευρες προς το Κρατικό.
Χάνος: Αυτήν την εποχή, που οι πληροφορίες τρέχουν πολύ γρήγορα, βλέπεις ότι γίνεται για μια φορά μια ομάδα, και δεν έχει συνέχεια. Αυτό συμβαίνει κυρίως στη Θεσσαλονίκη Εδώ γίνονται προσπάθειες πάρα πολλές που ή κάποιες φεύγουν στην Αθήνα, όσες ξεμυτίζουν, κι εδώ να έχει μείνει το θέατρο Εταιρότητα που έχει πολλά χρόνια με τον Θωμά τον Βελισσάρη, και ο Πέτρος Ζηβανός. Έκλεισε κι η Πειραματική Σκηνή, που ήταν ένα υπέροχο κομμάτι εδώ της Θεσσαλονίκης, που είχε ιστορία, γίνονταν πράγματα, που λειτουργούσε με τη βοήθεια λίγο του κράτους. Από τότε που έσβησε όλο αυτό με τις επιχορηγήσεις τα νέα παιδιά προσπαθούν και καλά κάνουν, αλλά δεν υπάρχει συνέχεια. Γίνονται μία δύο παραστάσεις αλλά δεν βρίσκουν τον τρόπο η συνεργασία αυτή να αντέξει. Γιατί η δυσκολία αυτή είναι. Μια ιδέα μπορεί να έχουν όλοι, το θέμα είναι πως αυτή η συνεργασία θ' αρχίσει να πλέκεται για ν΄αποκτήσει ρίζες. Δεν ξέρω και κατά πόσο αυτό είναι μόδα, κάνουμε ένα πείραμα, κάνουμε 4-5 ασκήσεις που μάθαμε απ' τη σχολή, κάνουμε μια πρόταση, μετά όμως αυτό, πρέπει ν' αποκτήσει μια αισθητική. Η αισθητική έρχεται με το χρόνο, κι εκεί θέλει μια προσπάθεια να βρεις τι είναι αυτό που σε απασχολεί, προς τα πού θες να το πας. Εμείς είμαστε ίσως πιο τυχεροί οι παλιοί γιατί είχαμε και μια πολιτική διάσταση στις μικρές ομάδες, δηλαδή να πας κόντρα σε κάτι. Τώρα πιστεύω είναι περισσότερο αισθητική ανάγκη, να αποκτήσουμε κοιτίδες με ανθρώπους που να βγάλουν κάτι. Και δεν είναι μόνο το θέατρο, και στα μουσικά και στα χορευτικά, γίνονται πράγματα. Η πρώτη φορά είναι εύκολη, στη δεύτερη, τρίτη αρχίζουν τα προβλήματα.
Κομνηνού: Εδώ έμαθα θέατρο, άσχετα αν λείπω αρκετά χρόνια, αυτό το πρόβλημα που γενικότερα έχουμε, που ό,τι συμβαίνει διοχετεύεται στην Αθήνα και δεν μένει εδώ να δημουργήσει ρίζες και να γίνει αυτόνομο, εύχομαι να σταματήσει. Η πόλη πρέπει να δημιουργήσει την αυτονομία και την ταυτότητά της την πολιτισμική και θεατρική, και να μην φλερτάρει ούτε να λοξοκοιτάζει προς την Αθήνα. Θα μου πεις, εσύ γιατί έφυγες; Είχα μείνει, όμως, δεκαπέντε χρόνια. Αν και εφόσον το θεατρόφιλο κοινό αγκαλιάσει και στηρίξει αυτές τις ομάδες, δεν έχουν λόγο μετακίνησης.
Χάνος: Και το Κρατικό, βέβαια, έχει κάνει το 5Χ5, βοηθάει δηλαδή κάποια νέα σχήματα, τουλάχιστον να έχουν μια πρόσβαση να παρουσιάσουν τη δουλειά τους. Για να ριζώσει το πράγμα όμως, θέλει ισχυρές σχέσεις και μια αισθητική. Αισθητική, εννοώ να αποκτήσουν μια οντότητα που να είναι σήμα κατατεθέν.
Κομνηνού: Κι έχουμε ανάγκη από τα ταλέντα τα σκηνοθετικά ή της υποκριτικής που έχουν ένα προσωπικό όραμα και μια ανάγκη προσωπική. Να μην καταφεύγουνε σε πράγματα που έχουν επιβραβευθεί λόγω μόδας, και αντιγράφουν τάσεις που έρχονται μέσω διαδικτύου και δημιουργούν μιμητές. Έχουμε ανάγκη κάτι πιο αυθεντικό και πιο προσωπικό. Γιατί πολλές ομάδες, βλέπεις, πως καταφεύγουν σε αντιγραφές.
Πώς αποφασίσατε να γίνετε ηθοποιοί; Ή μήπως δεν το αποφασίσατε αλλά προέκυψε, έτυχε;
Κομνηνού: Να σου πω τι σκέφτομαι..Δεν νομίζω ότι ξυπνάς μια μέρα και αποφασίζεις. Τουλάχιστον εγώ, τα χρόνια εκείνα της εφηβείας, δεν είχα ανακοινώσει ότι θα γίνω ηθοποιός, ούτε που μου περνούσε κι από το νου, γιατί στην οικογένεια δεν είχαμε κανέναν καλλιτέχνη. Ούτε λόγω κληρονομικότητας, ούτε λόγω επιρροών του περιβάλλοντος. Σχεδόν συνέβη τυχαία, και η πρώτη μου προσέγγιση με την υποκριτική, ήταν σαν εμπειρία για να δοκιμάσω να δω τι είναι. Σπούδαζα στη φιλοσοφική σχολή, παρεπιπτόντως, έτσι μια μέρα έδωσα από περιέργεια μάλλον για να το γνωρίσω ως εμπειρία, έδωσα εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Κρατικού. Κι ύστερα στα χρόνια της σχολής ένιωθα οικεία στη σχολή, δεν μπορώ να το πω με άλλον τρόπο. Ένιωθα ότι δεν με ενδιαφέρει ο χρόνος που περνάει, ήταν ένα περιβάλλον που δεν μου επιτρεπόταν να βαρεθώ, να κουραστώ, ήταν σαν να αναπαυόταν η ψυχή μου. Κι ενώ είχα μεγάλη αντίδραση από το οικογενειακό περιβάλλον για το θέατρο, έδωσα μάχη, πραγματική μάχη, για να τους πείσω ότι είναι ένα επάγγελμα που δεν είναι αναξιοπρεπές. Χρειάστηκε να φύγω από το σπίτι μου για να συνεχίσω το θέατρο, επέστρεψα βέβαια και όλα καλά. Ήταν, όμως, δύσκολη η απόφαση. Αλλά νομίζω οδηγήθηκα εκεί, συνειδητά ή ασυνείδητα δεν ξέρω, οι συγκυρίες με οδηγήσαν στο να είμαι μέσα στο Κρατικό συμπτωματικά: τέλειωσα τη σχολή, τέλειωσα με άριστα και τον αριστούχο τότε τον προσλαμβάναντε στο Κρατικό με συμβόλαιο. Σαν να αφέθηκα και συνέβη.
Χάνος: Η πρώτη μου επαφή με το θέατρο ήταν εδώ. Καλά, η πρώτη μου επαφή ήταν στο χωριό που είχε έρθει ένα μπουλούκι, και 13 αγόρια πρώτης δημοτικού, πήραμε αποβολή γιατί πήγαμε και είδαμε το μπουλούκι. Φανταστείτε τι εποχές! Έχω πάρει αποβολή στην πρώτη δημοτικού γιατί είδα το μπουλούκι που ήρθε στο χωριό, και στην έκτη δημοτικού γιατί πήγα στο καφενείο του χωριού για να δω στην τηλεόραση το Λούνα Παρκ . Όταν ήμουν εδώ στη Θεσσαλονίκη, η επαφή μου ήταν με το θεατρικό εργαστήρι στο Άνετον αλλά όχι σαν ηθοποιός. Έβαφα, κολλούσα αφίσες…Το φοβερό είναι ότι τώρα με τον Μιχάλη τον Γούναρη που ήταν εκεί, είμαστε στην ίδια παράσταση, πολύ συγκινητικό. Αλλά δεν είχε μπει μέσα μου κανένα μικρόβιο. Όταν έφυγα, πήγα στην Αθήνα, εκεί, ξαφνικά κι εγώ ενώ δούλευα στη λαχαναγορά λέω δεν πάω στη σχολή; . Έρχεται και σε συναντάει μ' έναν περίεργο τρόπο.
Κομνηνού: Έτσι είναι. Έρχεται και σε συναντάει.
Χάνος: Η βαθύτερη, όμως, αιτία που σκέφτηκα μετά από χρόνια ήταν ότι ένιωθα ότι δεν με καταλαβαίνουν τι λέω, αλλά ούτε καταλαβαίνω τους ανθρώπους. Ένιωθα λίγο εξόριστος μέσα σ' αυτή τη ζωή που ζούσα. Ένιωθα ότι είμαι ακατανόητος, ότι δεν μπορούσα να συνεννοηθώ. Και νομίζω ότι απ' τη στιγμή που μπήκα εκεί, σιγά σιγά άρχισα να βρίσκω τον εαυτό μου. Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ γιατί ήμουν λίγο απροσάρμοστος, λίγο πρωτόγονος. Ο λόγος μου, η σκέψη μου, το τραγούδι μου, η τρυφερότητά μου, η ανάγκη μου, η βαρβατίλα μου, ο πρωτογονισμός μου όλα αυτά δεν μπορούσαν να συμβαδίσουν. Δεν μπορούσα να τα συγκεράσω, να τα φέρω βόλτα, να τα χαλιναγωγήσω, να τα ελέγξω. Ήμουν σε μια ανησυχία τρομερή δηλαδή. Και θεωρώ ότι σιγά σιγά μέσα απ' τη σχολή και μετά με τον Λευτέρη, μέσα από το εργαστήρι Αρχαίου Δράματος, πολλά χρόνια δηλαδή άσκηση, άρχισα σιγά σιγά να αντιλαμβάνομαι την ύπαρξή μου. Δηλαδή, μου έδωσε ταυτότητα.
Κομνηνού: Υπάρχουν πολλά παιδιά, που περνάνε πολύ περίεργες φάσεις στη ζωή τους. Θυμάμαι περίπτωση παιδιού που για χρόνια ήταν μέσα στα ναρκωτικά. Και ξαφνικά έκανε μια στροφή, μπήκε σε μια δραματική σχολή, μπήκε στο θέατρο, αποχαιρέτησε εκείνη την εποχή της ζωής του και βρήκε ησυχία μέσα στο θέατρο. Θαρρείς και λυτρώθηκε, θεραπεύθηκε μέσα στο θέατρο. Πολλά τέτοια ανήσυχα παιδιά, έρχεται το θέατρο και τα αγκαλιάζει, τα ησυχάζει.
Χάνος: Βέβαια θέλει κι έναν κόπο αυτό το πράγμα. Θέλει να επιμείνεις λίγο. Εμένα το θέατρο μου έδωσε οντότητα. Το θέατρο, η μουσική, ο χορός μου έκαναν πάρα πολύ καλό στη ζωή μου, με ηρέμησαν. Μου έδωσε δηλαδή στόχο.
Ποια είναι η θέση και η στάση σας ως άνθρωποι και καλλιτέχνες, απέναντι στην σημερινή κοινωνικοπολιτική και οικονομική συγκυρία;
Κομνηνού: Εγώ είμαι απαισιόδοξη. Ή, αν θέλετε, υπάρχει μια κυκλοθυμία στη διάθεσή μου, απέναντι στην πραγματικότητα που βιώνει η χώρα μου. Είναι φορές που έχω ανάγκη να πιστέψω, να αγκιστρωθώ, κι εκεί που πάω λίγο να σηκώσω το κεφάλι να πω εντάξει, αυτός ο τόπος έχει περάσει πολλά, είναι ακόμα μια μαύρη και δύσκολη εποχή, θα αντέξουμε, αλλά μετά έρχεται μια καινούρια πληροφορία, έρχονται καινούριοι νόμοι…και βουλιάζω. Βέβαια, πιστεύω πολύ στο ένστικτο επιβίωσής που έχουμε ως ράτσα και ως φυλή. Αλλά νομίζω ότι δοκιμάζεται, πάρα πολύ πια, δοκιμάζεται σε βαθμό εξευτελιστικό και ταπεινωτικό κάποιες φορές. Δεν θέλω να γίνει η χώρα μου, μια χώρα τριτοκοσμικής ταυτότητας, και να είμαστε ζητιάνοι της Ευρώπης. Και εν πάσει περιπτώσει, αυτός ο τόπος έχε φάει πάρα πολλά χαστούκια, κι έχει το σύνδρομο του καρπαζοεισπράκτορα, κάποια στιγμή να τελειώνει αυτό. Έχεις ανάγκη κι από μια, χωρίς να ακουστεί εθνικιστικό, από μια περηφάνεια, του να σταθείς στα πόδια σου, και να αισθανθείς ότι δεν μπορεί να είσαι μονίμως το θύμα. Θα μου πεις : δεν φταίμε εμείς; δεν προκαλέσαμε εμείς; . Η νοοτροπία κι όλο αυτό το σοκ, γιατί τώρα είμαστε σε μια διαδικασία σοκ ως λαός, η νοοτροπία είναι αυτό που πρέπει να αλλάξει μέσα στην καθημερινότητά μας. Γιατί μιλάμε για πολιτισμό, μιλάμε για παραστάσεις αλλά για μένα πολιτισμένος λαός δεν είναι αυτός που έχει πολλά θέατρα, και κάποιος θα πάει να δει μια παράσταση για δύο ώρες και την επόμενη ώρα θα φερθεί με τρόπο αγενή, χωρίς καμία αίσθηση πολιτισμού στην καθημερινότητά του, στους συνανθρώπους του. Ο πολιτισμός έχει να κάνει με την συμπεριφορά της καθημερινότητας.
Χάνος: Είναι μια εποχή που γίνονται τρομερές ανακατατάξεις, και γίνονται μ' έναν τρόπο που όντως τον μαθαίνουμε εκ των υστέρων. Δηλαδή οι πρόσφυγες, οι άνθρωποι που πεινάνε, που πνίγονται, όλα αυτά γίνονται με τέτοια ταχύτητα, εγώ τουλάχιστον μένω σαν χάνος, με το στόμα ανοιχτό, το λέω λίγο σκωπτικά. Πραγματικά πιάνω τον εαυτό μου να μην έχω προλάβει να αντιληφθώ τι συμβαίνει. Γίνονται βέβαια, φοβερές ανακατατάξεις σ' όλον τον περίγυρό μας βέβαια. Σε πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο. Σκοτώνονται βουλευτές, Brexit..
Κομνηνού: Βία, πολύ βία, έχει γίνει μια έκρηξη βιαιότητας, όχι μόνο σε μας, αλλά στην Υφήλιο.
Χάνος: Παντού γίνονται αυτά. Τώρα, στο ποδόσφαιρο που έχει τις μέρες αυτές, σκοτώνονται οι άνθρωποι, θέτεις μετά το ερώτημα του πολιτισμού. Γιατί μετά από τόσα χρόνια που ζήσαμε δύο παγκόσμιους πολέμους να βλέπουμε ανθρώπους να σκοτώνουν ανθρώπους; Και να, που το ξαναβλέπεις πάλι μπροστά σου. Αυτό που εμείς προσπαθούμε, είναι να κάνουμε την δουλειά μας πιο έντιμα, πιο καλά, γιατί νιώθω πολύ αδύναμος μερικές φορές. Νιώθω ότι μ' έχουν πατήσει κάτω και πρέπει να βρω την αξιοπρέπειά μου, να ξαναβρώ την τελετουργία, να πιαστώ χέρι χέρι με κάποιον άνθρωπο, και για κάποια στιγμή να σταθούμε αξιοπρεπείς μπροστά σε κάτι. Γιατί όντως υπάρχει μεγάλη κοροϊδία στα πολιτικά, και με τους νόμους, τις φορολογίες, και τους ανθρώπους που πεθαίνουν γύρω μας…
Κομνηνού: Και τελικά τι; Ένας λαός να καταλήγει παθητικός, που απλώς δέχεται τη σφαλιάρα και δεν αντιστέκεται, που θεωρεί ότι αυτό είναι το κάρμα του, έτσι θα συνεχίσει. Και στο κάτω κάτω έρχονται οι νέες γενιές που πρέπει να διεκδικήσουν την ίδια τους τη ζωή. Κι εμείς οι λίγο πιο μεγάλοι λέμε καμιά φορά εγώ διεκδικώ τα χρόνια μου να τα ζήσω, δεν μπορείτε να μου αφαιρέσετε αυτή τη χαρά της ζωής. Ή να καταντήσουμε ή να καταλήξουμε στην κυριολεξία παθητικοί και καταθλιπτικοί. Γιατί εκεί οδεύει το πράγμα. Όλο και περισσότερο συζητάνε οι άνθρωποι για καταθλίψεις, για χάπια που παίρνουνε…
Χάνος: Θέλει αντίσταση σ' αυτό. Θα πρέπει να βρεθούν κι οι τρόποι. Πιστεύω μέσα από τον πολιτισμό, που είναι ένας τρόπος αυτός. Αλλά, όταν όλα ελέγχονται απ' τις αγορές μ' έναν τρόπο που δεν ξες…Ξέρεις ποιες είναι οι αγορές; Τα funds και όλα αυτά; Αυτή είναι η μία πλευρά, η άλλη πλευρά είναι η καθημερινότητα. Προσπαθείς να είσαι εντάξει με τον δίπλα σου, θέλει έναν αγώνα, συνεχή επαγρύπνηση.
Κομνηνού: Ή μπορείς να φτάσεις στο άλλο επίπεδο, να γίνεις απόλυτα κυνικός, να περιχαρακωθείς στον μικρόκοσμό σου και να μην επιτρέψεις πια να διεισδύει με τέτοιον τοξικό τρόπο αυτό που συμβαίνει στην πολιτική, την οικονομία…Αλλά πώς να το κάνεις; Εκεί που πας να δραπευτέσεις, έρχεται ξανά και σου θυμίζει την παρουσία του.
Info
Η παράσταση θα παρουσιαστεί στην κλιματιζόμενη αίθουσα του Βασιλικού Θεάτρου, στη Θεσσαλονίκη από 1 Ιουλίου έως 11 Σεπτεμβρίου με υπέρτιτλους στην αγγλική και στη ρωσική γλώσσα.
«Ο ΑΓΑΠΗΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑΣ»
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σκηνοθεσία: Σταμάτης Φασουλής
Σκηνικά-Κοστούμια: Μανόλης Παντελιδάκης
Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
Χορογραφίες: Δημήτρης Παπάζογλου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Στάθης Βούτος
Βοηθός σκηνογράφου- ενδυματολόγου: Χαρά Τσουβαλά
Οργάνωση παραγωγής: Φιλοθέη Ελευθεριάδου
Διανομή (με αλφαβητική σειρά): Σταυρούλα Αραμπατζόγλου, Μομώ Βλάχου, Μιχάλης Γούναρης, Αναστασία Δαλιάκα, Αριστοτέλης Ζαχαράκης, Νίκος Καπέλιος, Μαρία Καραμήτρη, Γιώργος Κολοβός, Δημήτρης Κολοβός, Φιλαρέτη Κομνηνού, Μαριάννα Λαγουρού, Λευτέρης Λιθαρής, Νικόλας Μαραγκόπουλος, Δημήτρης Μορφακίδης, Γιολάντα Μπαλαούρα, Φούλης Μπουντούρογλου, Νίκος Νικολάου, Λίλιαν Παλάντζα, Ρούλα Παντελίδου, Χάρης Παπαδόπουλος, Παναγιώτης Παπαϊωάννου, Μαριάννα Πουρέγκα, Κώστας Σαντάς, Δημήτρης Σιακάρας, Μιχάλης Σιώνας, Βασίλης Σπυρόπουλος, Έφη Σταμούλη, Χρύσα Τουμανίδου, Γιάννης Τσάτσαρης, Δημήτρης Τσιλινίκος, Θάνος Φερετζέλης, Ορέστης Χαλκιάς, Ταξιάρχης Χάνος.