Μπορεί να μη σου αρέσουν τα δημητριακά σου πια. Μπορεί να
μην αγαπάς πλέον το χαλάκι που σου χάρισε η γιαγιά σου, πέρυσι το καλοκαίρι για
το νέο σου σπίτι. Ίσως και να κουράστηκες κοιτάζοντας τόσες ώρες και μέρες το
μπλε του ταβανιού, με τη ψευδαίσθηση πάντα πως είναι σύννεφα
αυτά τα χαλασμένα ασπράδια. Κι ένα σαλιγκαράκι να κυλιέται δίπλα στον
πολυέλαιο.
Ένα μάτι είναι στη πόρτα και σε περιμένει κάθε φορά που
ανεβαίνεις τη σκάλα για να πάρεις το φαγητό σου. Είναι εκεί σκαλισμένο πολλά
χρόνια, σε βλέπει και το βλέπεις. Γνωρίζεστε και το βαρέθηκες.
Κι αυτό. Δε μπορεί να φύγει.
Ίσως να μπορείς να κάνεις ρόδα με το ένα χέρι. Ίσως και να
μη πέσεις απότομα στο ξύλινο έδαφος της σοφίτας. Ίσως και να μη θες να δεις τον
εαυτό σου να πέφτει. Δε θα νιώσεις έτσι, όμως. Θα μείνεις πάντα στα δύο χέρια,
να ξέρεις πως αυτό μπορείς να το κάνεις. Με ασφάλεια, με σύνεση αλλά και με μια
σταγόνα τόλμη. Όση σου χρειάζεται για να διασχίσεις το δρόμο με τα δύο χέρια.
Που σου έχουν απομείνει, μετά απ’ όλα αυτά.
Οι κουρτίνες δεν είναι ίδιες, δε τις βαριέσαι. Είναι που
βρίσκονται πάντα στο ίδιο σημείο, κρυμμένες. Δε τις βλέπεις. Δηλαδή εσύ δε θες
να τις δεις, γι’ αυτό βρίσκονται εκεί. Κρυμμένες και άσπρες.
Ξέρεις, μπορεί να μη σου αρέσει και το μπωλ που βάζεις το
γάλα με τα δημητριακά σου. Ίσως να πρέπει να το αλλάξεις κι αυτό. Θα έχουν άλλη
γεύση. Τα δημητριακά, κι αυτά με ευγνωμοσύνη δε θα λιώσουν στον πάτο. Ευτυχώς,
όλα αυτά μπορεί και να μην υπάρχουν.
Σου αρέσει αυτό που ζεις, πίστεψε το. Έτσι θα είσαι καλά κι
εσύ και ο γάτος σου. Δε θα νιαουρίζει με παράπονο κάθε φορά που τον κλείνεις
έξω στη βροχή, θα τον προστατεύεις καλά. Στη ζεστασιά του παπλώματος, που πλέον
του ανήκει.
Δε θα στενοχωρηθείς καν, που θα σου κόψουν το δέντρο έξω
στην αυλή. Το είχες συνηθίσει, θα πεις. Δε το αγαπούσες πια, δηλαδή; Η συνήθεια
σκοτώνει την αγάπη, θα κλείσεις τη πόρτα. Θα κοιταχτείς στον καθρέφτη και δε θα
δεις τίποτα. Οι καθρέφτες δείχνουν τη ψυχή μας, είχες διαβάσει κάπου.
Να πετάξεις και το πάπλωμα. Έχει γεμίσει τρίχες. Και τα
ρούχα σου, είναι λίγο πολύ όλα ίδια από τότε που αποφάσισες να ντύνεσαι όταν
βγαίνεις έξω.
Να πετάξεις κι εσένα. Δε σε χρειάζεσαι πια. Να πετάξεις.