HomeMind the artΕικαστικάΔι... τι; Τι, δηλαδή;

Δι… τι; Τι, δηλαδή;

Ναι!

Ναι, υπάρχει! Υπάρχει ο άντρας που θα σε ερωτευτεί με την πρώτη ματιά! Που είναι απόλυτα γοητευτικός! Που σε φλερτάρει και σε διεκδικεί! Που σε κάνει να γελάς και να τον ακούς με ανοιχτό το στόμα, γιατί σου περιγράφει ονειρικούς κόσμους, που αγγίζουν τους δικούς σου, κι αυτοί οι δυο γίνονται ένα, ξεδιπλώνοντας κάτι που δεν ξαναείδες. Σου λέει ιστορίες, κι είναι τόσο μεγάλος ώστε να έχει ζήσει τη ζωή του και τόσο νέος που τον θεωρείς παιδί, γιατί ζεί! Ζωηηηη! Τι άλλο θες; Σε ξεσηκώνει, σου θυμίζει πως ήταν η πρώτη φορά που ερωτεύτηκες, τότε που χτυπούσε η καρδιά σου πριν τον συναντήσεις! Είναι γεμάτος συναισθήματα και ενέργεια, δεν είναι έτσι οι άνθρωποι σκέφτεσαι, αυτός είναι αλλιώς! Και σου αρέσει! Πολύ!

Αυτό διαρκεί λίγο καιρό… Κι ύστερα φεύγει… Σαν να χτύπησε το ξυπνητήρι. Σαν κάποιος να σου έκανε πλάκα. Σαν να μη συνέβη ποτέ. Τα χρώματα κάπως θαμπώνουν, γίνονται αχνά και κινούνται ανοδικά, θα απομακρυνθούν τελείως, θα μείνει μόνο ασπρόμαυρο. Για σένα θλίψη, για μένα απορία.

Δεν υπήρχε το χαμόγελό σου, οπότε έπαψε να με παρασύρει και εστίασα το βλέμμα μου στις ρυτίδες σου, σα να είχε μαζευτεί εκεί ο πόνος του κόσμου όλου. Δεν είχες σταθερή δουλειά. Αντιθέτως, εγώ είχα μια δουλειά που μισούσα, και ελάχιστο χρόνο. Και κυρίως μου έλειπε ο χρόνος που χρειάζονται δυο άνθρωποι, ώστε να εισβάλλει ο ένας στον κόσμο του άλλου. Για μένα δεν υπήρχε αρκετός χρόνος, ενώ εσύ δεν είχες χρόνο για να 'σαι εδώ όπως θα 'θελες να είσαι, όπως θα έπρεπε να είσαι για χάρη αυτού που μας συνέβη. Ο χρόνος που χάνεται, συνήθως ποτέ δεν βρίσκεται στο μέλλον. Κι ίσως μαζί σου να ένιωσα απόλυτα ότι θα πρέπει να ζω, χωρίς να θεωρώ ότι θα βρω το χρόνο κάποτε ή θα έχω την ευκαιρία να επανορθώσω στο μέλλον.

Ποτέ δε βρήκα το χρόνο να σε ρωτήσω τι ήταν αυτό που δε σε άφηνε να κοιμηθείς τα βράδια. Να μου απαντήσεις στο τι φοβάσαι; που σου έθετα. Να μου μιλήσεις για κάθε μικρό και μεγάλο ψέμα που είχες πει. Για όσα έδωσες τον λόγο σου και ποτέ δεν τον κράτησες, γιατί δεν ήσουν καλός στις δεσμεύσεις. Για τις γυναίκες που ερωτεύτηκες. Για όλα εκείνα που έζησες παιδί. Για το ότι επέστρεφες πάντα στην τελευταία πληγή, όταν δεν μπορούσες να κρατήσεις στα χέρια σου το βάρος του παρόντος. Για όσα ήθελες να ξεχάσεις. Για ό,τι σε είχε κυριολεκτικά στοιχιώσει.

Για τα τείχη που ύψωνες γύρω σου και μας άφηνες όλους απ' έξω. Κυρίως εμένα. Γιατί εγώ ήξερα. Οι άλλοι, μπορούσαν απλά να βλέπουν μια μάσκα. Κι όμως, ποτέ μου δε μετάνιωσα για το ότι ανήκα στους μεν και όχι στους δε. Εκείνες τις στιγμές ήσουν εδώ και δεν ήσουν. Κι ένιωθες πολλά κι ύστερα πάλι τίποτα. Ένα μαύρο κενό που μπορούσε να σε λεηλατήσει, να σε ρουφήξει ολόκληρο. Ίχνος φωτός. Άβυσσος. Τίποτα. Μια απίστευτη έλξη για το χάος. Μια έλξη που δε μπορούσε να αντιστραφεί από καμία αντίθετη φορά, έπρεπε απλά να περάσεις στην άλλη όχθη.

Αυτό που ο περισσότερος κόσμος λέει ζωή, εννοώντας την καθημερινότητα, σε εκείνες τις σκοτεινές περιόδους σου ήταν μια προσπάθεια εξοντωτική, σα να πάλευες με ένα θηρίο. Κανένας ύπνος, καμία όρεξη, κανείς γύρω. Κι έπειτα όλοι οι άλλοι και τα πρέπει τους… Σσσσσς… Μη μιλάς… Να μη φανεί πως είσαι διαφορετικός. Μη μιλάς. Να μην καταλάβουν οι άλλοι. Άραγε, τι είχες ακριβώς να ζηλέψεις απ' όλους αυτούς τους συμβιβασμένους βλάκες; Φόβος. Μη τυχόν υπονοηθεί πως κόβεται κάπου κάπου αυτό το χρυσό νήμα, που ενώνει την πραγματικότητα με το όνειρο και μπερδεύεις το φαινομενικά αντικειμενικό με το υποκειμενικό. Να μη μου φερθείς άσχημα και φύγω. Όμως σε είχα αποδεχτεί, χωρίς να θέλω κάτι πέρα από σένα, θα ήταν κάτι ξένο. Κι όσο κι αν κανείς μας δεν πιστεύει πως οι σχέσεις θέλουν εγχειρίδια χρήσεως, γι' αυτήν ήταν απαραίτητη προϋπόθεση.

Μόνη μου. Έμενα μόνη μου. Ζούσα μόνη μου. Ήμουν ΜΟΝΗ ΜΟΥ. Δεν έχω νιώσει πιο μόνη μου ποτέ. Πες μου πόσες φορές μπορεί κανείς να πάει σινεμά μόνος, θέατρο μόνος, για φωτογραφίες μόνος, ταξίδι μόνος, για ύπνο μόνος. Δε σου φτάνουν οι φίλοι σου, δεν αρκεί κανείς γνωστός και άγνωστος. Γιατί θέλεις εκείνον. Σ' εκείνα τα διαστήματα δε με έβλεπες καν, ήταν σαν να φορούσες ακουστικά και δε με άκουγες, σαν να ανοιγόκλεινα το στόμα μου, χωρίς να ακούς τι λέω, δεν υπήρχα. Έπρεπε απλώς να περιμένω να περάσει.

Τίποτα δεν σκόπευα να σου πάρω, μα άθελά μου σου φώναζα έλα και δώσε μου ό,τι έχει μείνει από σένα, κι εσύ φοβόσουν μήπως κάπου σε ξαναχάσεις.

Ήμουν γεμάτη ερωτηματικά.

Ήμουν ολόκληρη ένα ερωτηματικό, που έγινε τελεία, όταν το ανεξήγητο, εξηγήθηκε.

Είχε όνομα και επίθετο.

Δεν ήταν ο Άντρας ο Μυστήριος

Ούτε η Αγάπη η Δύσκολη

Ήταν μια – φαινομενικά – μη παθολογική παθολογία.

Ήταν η Διπολική Διαταραχή κι εσύ… ο Σχοινοβάτης.



* Το 3% – 6% του πληθυσμού, είναι άνθρωποι που ζουν με τη διπολική διαταραχή. Δεν είναι αριθμοί., δεν είναι η ασθένειά τους, είναι Άνθρωποι. Μη φοβάσαι, ενημερώσου. Ο καθένας μας είναι ένας εν δυνάμει διπολικός χαρακτήρας.

Related stories

Στην Κονσέρβα ήπιαμε στην υγειά της αιώνιας καψούρας

Μπορεί να έχεις ακούσει για τον Χάρη της Κονσέρβας,...

ΘΕΑΤΡΟ | Τα 39 Σκαλοπάτια του Patrick Barlow στην Θεσσαλονίκη

«Τα 39 Σκαλοπάτια», το κωμικό θρίλερ κατασκοπείας που παρουσιάστηκε...

Η Μαρία που έγινε Κάλλας: Αξίζει να το δείτε;

Η σειρά «Η Μαρία που έγινε Κάλλας» ξετυλίγει τη...

Αστικοί Θρύλοι | Το 1ο Γυμνάσιο

της Μαρίας Ράπτη Εκείνοι που δεν γεννήθηκαν ποτέ, παίζουν στα...