γράφει η Ισμήνη Δασκαρόλη
Διεθνές Διαγωνιστικό.
Σκηνοθεσία: David και Nathan Zellner
Με τους: Mia Wasikowska, Robert Pattinson, David Zellner, Nathan Zellner, Robert Forster, Joe Billingiere.
Όταν ακούς τον όρο φεμινιστικό γουέστερν μπαίνεις στην αίθουσα με μία κάποια επιφυλακτικότητα, όχι γιατί πρόκειται για φεμινιστική ταινία, αλλά γιατί υποψιάζεσαι ότι νιώθει την ανάγκη να φέρει τον όρο μπροστά προκειμένου να καλύψει άλλες τεχνικές και θεματικές ελλείψεις.
Για αυτήν ακριβώς την ταινία μιλάμε.
Το Damsel κάνοντας προφανώς αναφορά στην αγγλική κινηματογραφική έκφραση Damsel in distress (δεσποινίδα σε κατάσταση ανάγκης) ξεκινάει σε αργούς ρυθμούς και όμορφα πλάνα φύσης. Μιμούμενο άψογα το ύφος και τον τόνο του κλασσικού γουέστερν, σε πείθει ότι πρόκειται να δεις ένα αργό, βαρετό έργο για Ινδιάνους, γυναίκες και καουμπόϊδες. Αντιλαμβάνεσαι πως είχες δίκιο, αλλά δεν είχες ιδέα πως πρόκειται για κωμωδία.
Σε μία επαρχία της άγριας δύσης, το τρυφερό πόδι Samuel Alabaster καταφθάνει συνοδευμένος από έναν πάστορα, ένα όπλο, την κιθάρα του και ένα μικροσκοπικό πόνι ψάχνοντας να βρει την καλή του, να την σώσει από τα χέρια ενός αδίστακτου απαγωγέα. Το όπλο είναι για να σκοτώσει τον απαγωγέα, το πόνι για να το χαρίσει στην καλή του, η κιθάρα για να της κάνει ρομαντική πρόταση γάμου και ο Πάστορας μετά από την επιτυχημένη διάσωση της να τους παντρέψει με συνοπτικές διαδικασίες.
Φυσικά τίποτα δεν πάει όπως θα έπρεπε.
Η ταινία εξ'ολοκλήρου βασίζεται σε μία φεμινιστική ματιά πάνω στο σινεμά και ειδικά σε ένα τόσο ανδροκεντρικό σινεμά, όπως είναι το γουέστερν. Παρά το αρχικά απωθητικό του σλόγκαν, μέχρι το τέλος της πρώτης πράξης η προοπτική αυτού ήταν πολλά υποσχόμενη, ισορροπώντας πάνω σε έναν ενίοτε πετυχημένο σχολιασμό, ξεμπροστιάζοντας αστεία κοινωνικά φαινόμενα που έχουμε μάθει να αποδεχόμαστε στον κοινό νου.
Το έργο παίζει με την φόρμα του είδους και τον κόσμο στον οποίον διαδραματίζεται για να απομυθοποιήσει όλα τα στερεότυπα αρρενωπότητας και φυλετικότητας που αντικατοπτρίζονται σε ταινίες που πρωταγωνιστούν οι John Wayne και Clint Eastwood. Ο ήρωας δεν είναι τόσο ήρωας, όταν η γυναίκα τραβάει τα πάνδεινα από άνδρες που εμμονικά επιθυμούν να την σώσουν. Συχνά λοιπόν μπορεί να σκεφτεί ο θεατής ότι αυτή η σατιρική εκδοχή της άγριας δύσης ίσως να βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα. Γρήγορα όμως, η αφήγηση εγκλωβίζει τον εαυτό της, με το να βάζει όλες της τις δυνάμεις στο να πει κάτι πολύ συγκεκριμένο, το οποίο αναμασάται επ' άπειρον χωρίς να αναπτύσσεται κανένας χαρακτήρας, ούτε κανένα θέμα δεξιοδικά.
Ο Robert Patinson στον ρόλο του καλού παιδιού ήταν μία απολαυστική καρικατούρα, την οποία απέδωσε με πάθος. Ο χαρακτήρας της Wasikowska από την άλλη, που κατά πως φαίνεται είχε στόχο να είναι ο μόνος πραγματικός χαρακτήρας του έργου, φαινόταν να αρκείται στον ρόλο strong independent woman διότι προφανώς αυτό είναι αρκετό σαν χαρακτηριστικό για μία γυναίκα σε φεμινιστικό έργο και δεν χρειάζεται κάτι άλλο. Το έργο θέλει να μας μιλήσει και όχι να διηγηθεί, υποκύπτοντας τελικά σε ένα πρόχειρο και άγαρμπο χιούμορ που επιθυμεί να μας κάνει να γελάσουμε, εξηγώντας μας το ανέκδοτο. Οι πειραματισμοί με την δομή, παρότι γενναίοι, δεν βρίσκονται στην διαχείριση ενός αρκετά ώριμου χεριού κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αναρωτιέται κανείς γιατί μια ταινία που θα μπορούσε να αρκεστεί σε μια τριαντάλεπτη μικρού μήκους μεταφορά, αποδόθηκε σε κανονική ταινία.
Το Damsel στην εποχή του #MeToo, όπου επιτέλους κάποια αυτονόητα ζητήματα στην αντιμετώπιση των γυναικών στο σινεμά αλλά και στον κοινό νου τίθενται στο τραπέζι, θα μπορούσε και θα έπρεπε να έχει θέση. Θα έπρεπε να γελάμε με το πως έχουμε αποδεχθεί στερεότυπα που δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, θα έπρεπε να γελοιοποιούμε την εμμονή με τον ανδρισμό που αποτυπώνεται σε κλασσικές και σύγχρονες ταινίες, θα έπρεπε να ανταλλάσσουμε ρόλους, συχνά για να κοιτιόμαστε στον καθρέφτη. Ο σχολιασμός του έργου είναι σωστός, η ιστορία πετυχημένη και συχνά παρουσιασμένη με ένα απολαυστικό χιούμορ, προφανώς πολύ όρεξη και στοιχεία εύκολα αναγνωρίσιμα για κάθε γυναίκα. Οι προθέσεις του όμως, μάλλον είναι αμφίβολες. Δεδομένης της αφέλειας και τεμπελιάς με την οποία αντιμετωπίστηκε συνολικά το σενάριο, το οποίο δεν μπορεί να αποφασίσει αν θέλει να κάνει μία κοινωνική κωμωδία η μία έξαλλη σάτιρα πάνω στον φαλλοκρατισμό και δεν φαίνεται να το νοιάζει ο,τιδήποτε έχει σχέση με τoν τρόπο που εφαρμόζεται ο φαλλοκρατισμός στην πραγματικότητα, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι φεμινισμός για τους κινηματογραφιστές ισούται με την ταμπέλα φεμινιστικό γουέστερν και αυτό προς το τέλος αγγίζει τα όρια της προσβολής. Όχι διότι ξεμπροστιάζει τον ανδρικό φαλλοκρατισμό, αλλά διότι η τεμπελιά και κινηματογραφική ανορθογραφία του στο να τον αποδώσει, μειώνει την βαρύτητα του προβλήματος που διηγείται.
Παιδί μίας πολιτικής ορθότητας, η οποία επενδύει πάνω σε ζητήματα σοβαρά για να τα κάνει προϊόν προς κατανάλωση, ακολουθεί μία συνταγή που ξέρει ότι θα πετύχει στα ευαισθητοποιημένα φεστιβάλ.