(The Iron Lady)
Βιογραφία/Δράμα, 2011, Μ. Βρετανία/Γαλλία, 105 λεπτά
Σκηνοθεσία: Φιλίντα Λοϊντ
Παίζουν: Μέριλ Στριπ, Τζιμ Μπρόουντμπεντ
Μια από τις πιο διάσημες και με μεγάλη επιρροή γυναίκες του 20ου αιώνα, η “Σιδηρά Κυρία” Μάργκαρετ Θάτσερ, έρχεται από το πουθενά για να σπάσει τους φραγμούς του φύλου και της κοινωνικής τάξης, και να επικρατήσει σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο. Μια μοναδική ιστορία για την εξουσία και το τίμημά της.
Στις πρώτες προβολές της ταινίας, η Λοϊντ φρόντισε να πει αυτό που γίνεται όλο και πιο εμφανές όσο αυτή προχωρά: ότι δηλαδή δεν την ενδιέφερε να κάνει μια πολιτική ταινία αλλά να παραθέσει γεγονότα από την σκοπιά της Θάτσερ. Όντως η Σιδηρά Κυρία είναι εκνευριστικά απολιτική – με εξαίρεση την πρώτη σκηνή όπου ένας 30κάτι αγενής κοστουμάτος (χαρακτηριστικό δείγμα της μεταθατσερικής γενιάς) παρακάμπτει τη γηραιά Θάτσερ στην ουρά ενός παντοπωλείου, μια υποσχόμενη αρχή που δυστυχώς είναι και το τέλος της πολιτικής θέσης. Η αφήγηση οδηγείται από τις σκέψεις του θολωμένου πλέον μυαλού της Θάτσερ, η οποία αρνείται να παραδεχθεί τον θάνατο του συζύγου της και μέσω φανταστικών διαλόγων μαζί του οδηγείται σε μια καταγραφή των πεπραγμένων της από νεαρή ηλικία μέχρι τη στιγμή της παραίτησης της.
Πέρα από αυτό υπάρχει μια γλυκιά προσέγγιση προς ένα διαταραγμένο μυαλό το όποιο μάχεται για να διατηρηθεί σε πλήρη συναίσθηση αυτού του κόσμου. Η συμπάθεια με την οποία κοιτά κανείς την κουρασμένη πλέον Θάτσερ δεν είναι κολπάκι αγιοποίησης – το φιλμ είναι απολιτικό και από τις 2 απόψεις, δεν υπάρχει θέση – αλλά γίνεται στα πλαίσια της μεταφοράς του θέματος του φιλμ από την πολιτική σε κάτι άλλο.
Το πρόβλημα όμως είναι γιατί να δημιουργήσεις ένα φιλμ για μια εμβληματική πολιτική φιγούρα της Ευρώπης όταν δεν θέλεις να ασχοληθείς καθόλου με πολιτική. Μέσα σ’ αυτό πάει στράφι η αποθεωτική ερμηνεία της Στριπ, που πιάνει σε μεγάλο βαθμό, όχι μόνο τη φωνή και το βλέμμα της Θάτσερ, αλλά γενικότερα όλο το body language της. Είναι μια από τις σπουδαιότερες στιγμές της καριέρας της, που δυστυχώς δε συνάδει με το πολύ χαμηλό ταβάνι που έχει όλο το project, κάτι για το οποίο δέχτηκε, μάλλον αναμενόμενα, δριμεία επίθεση από τους βρετανούς κριτικούς, που έζησαν για τα καλά τον θατσερισμό και περίμεναν τουλάχιστον τόλμη.