(Carnage)
Μαύρη Κωμωδία, 2011, Γαλλία/Γερμανία/Πολωνία/Ισπανία, 80 λεπτά
Σκηνοθεσία: Ρομάν Πολάνσκι
Πρωταγωνιστούν: Κέιτ Γουίνσλετ, Τζόντι Φόστερ, Κριστόφ Βαλτζ, Τζον Σ. Ράιλι
2 ζευγάρια προσπαθούν να διευθετήσουν πολιτισμένα το πρόβλημα που ανέκυψε από τη συμπλοκή των ανήλικων παιδιών τους. Σύντομα όμως η κατάσταση ξεφεύγει από τον έλεγχο…
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Πολάνσκι καταπιάνεται με μια ιστορία που εξελίσσεται σε περιορισμένο σκηνικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Αποστροφή, όπου η ηρωίδα κλείνεται στο διαμέρισμά της και, νιώθοντας την αίσθηση του τίτλου για τους αρσενικούς και την επιθυμία να συνευρεθεί ερωτικά με αυτούς, φλερτάρει με την παράνοια. Εκεί ο Πολάνσκι σε μια επίδειξη υψηλής τεχνικής και σε μια προσπάθεια να διεισδύσει στο μυαλό της ηρωίδας του, κάνει το διαμέρισμα να φαντάζει άλλοτε απέραντο κι άλλοτε ασφυκτικά στενόχωρο.
Το Carnage είναι για αυτόν μια πιο τυπική διαδικασία. Δυο ζευγάρια νεοϋορκέζων συγκεντρώνονται στο διαμέρισμα του ενός, για να κουβεντιάσουν για την πρόσφατη αψιμαχία των παιδιών τους και να βρουν μια λύση που να ικανοποιεί και τις δύο πλευρές. Αυτό που ξεκινά σαν μια πολιτισμένη συζήτηση σταδιακά εξελίσσεται σε μια διαλεκτική «σφαγή», με τους παριστάμενους να επιδεικνύουν το πραγματικό τους πρόσωπο. Το στοιχείο που προξενεί εντύπωση είναι η αδυναμία των ηρώων να αποχωρήσουν από το διαμέρισμα. Φαντάζουν παγιδευμένοι στο χώρο, πρωταγωνιστές ενός σαρκαστικού επεισοδίου της Ζώνης του Λυκόφωτος. Δεν κρατούνται εκεί από κάποια ανώτερη δύναμη, δεν είναι η παραμονή τους κομμάτι ενός καθαρά υπερρεαλιστικού οράματος, όπως στον Εξολοθρευτή Άγγελο. Πρέπει να μείνουν εκεί για να προχωρήσει το δράμα. Πρόκειται για μια σύμβαση, που εκ των πραγμάτων μάλλον λειτουργεί καλύτερα στο σανίδι. Οι φαν της κινηματογραφικής παραφιλολογίας θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι αντανακλά και την προσωπική εμπειρία του σκηνοθέτη, όταν ήταν αναγκασμένος σε κατ΄ οίκον περιορισμό για σεβαστό χρονικό διάστημα, ώσπου οι ελβετικές αρχές να αποφασίσουν εάν θα προχωρήσουν στην έκδοσή του στις ΗΠΑ. Σε κάθε περίπτωση για να έχει ο θεατής μια ευχάριστη ‘διαδρομή’, θα πρέπει να αποδεχτεί αυτή τη σύμβαση.
Το επιστέγασμα του θεατρικού της Γιασμίνα Ρέζα (στο οποίο βασίστηκε το φιλμ), είναι πως όταν ο άνθρωπος απαλλαχθεί από τα δεσμά της κοινωνικά αρμόζουσας συμπεριφοράς, κυριαρχείται από τα προσωπικά του ένστικτα. Για να οδηγηθεί εκεί βάζει τέσσερεις εκπροσώπους της ανώτερης μεσοαστικής τάξης να συνδιαλέγονται και τους «ξεβρακώνει». Δυστυχώς όμως πρόκειται περισσότερο για σχήματα, παρά για ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Ο αδίστακτος δικηγόρος, η υπερκαταναλωτική και παρασιτική σύζυγος, ο ρεμπεσκές αρσενικός και η ακτιβίστρια εκ του ασφαλούς.
Με δεδομένα τα ως άνω προβλήματα εκείνο που ανάγει το Carnage σε απολαυστική φιλμική εμπειρία, είναι το σύνηθες , διαβρωτικό φίλτρο υπό το οποίο ο Πολάνσκι διαθλά τα δρώμενα. Ο Πολωνός σκηνοθέτης αντιμετωπίζει τους χαρακτήρες του σαν πειραματόζωα. Παίζει μαζί τους, τους υποβάλλει σε δοκιμασίες, που τεστάρουν τις αντοχές τους. Κι αυτός στέκεται κάπου ψηλά και, παρατηρώντας τους, γελά μαζί τους. Και καθιστά συμπαίχτη του σ’ αυτό το παιχνίδι τον θεατή, που κι εκείνος γελά με τη σειρά του, συχνά ένοχα, καθώς αναγνωρίζει στον πολανσκικό ήρωα κάποια στοιχεία του εαυτού του.
Το Carnage βέβαια δεν είναι μια σημαντική προσθήκη στον πολανσκικό κανόνα, καθώς o σκηνοθέτης κάνει απλώς τα απολύτως απαραίτητα. Φροντίζει δηλαδή να αποσπάσει μια ομοιογενή, νευρωτική ερμηνεία από το εκλεκτό πρωταγωνιστικό του επιτελείο και να εξασφαλίσει το σωστό timing στην ακολουθία των διαλογικών τους συγκρούσεων. Ξέρετε κάτι όμως; Ο Ζιντάν, ο αναντικατάστατος αυτός μαέστρος του ποδοσφαίρου, ακόμα και με σβηστές τις μηχανές πραγματοποιούσε μια καλή εμφάνιση, ξεχώριζε στο γήπεδο. Και ο Πολάνσκι στην τέχνη του είναι μια προσωπικότητα ανάλογου βεληνεκούς.