Κομψότητα, τακτ και Sambola στις Νύχτες Πρεμιέρας
Η σπουδαιότερη στιγμή των ενήλικων πλέον (κλείνουν φέτος τα 18 τους χρόνια) Νυχτών Πρεμιέρας ολοκληρώθηκε το σαββατοκύριακο με τον ερχομό στην Αθήνα του Γουίτ Στίλμαν που παρουσίασε την νέα του ταινία Damsels in Distress, 14 χρόνια μετά την προηγούμενη. Στο αφιέρωμα που έγινε προβλήθηκαν και οι τρείς ταινίες που έγραψε και σκηνοθέτησε μέσα στα 90s – Μετροπόλιταν (1990), Μπαρτσελόνα (1994), Οι Τελευταίες Μέρες της Ντίσκο (1998) – ενώ ο ίδιος βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει σε κοινό και δημοσιογράφους για το σύνολο της καριέρας του.
Εμφανώς χαρούμενος που ξαναπερνά τη διαδικασία προώθησης φιλμ του, χαρακτήρισε το Damsels ως το αγαπημένο του παιδί, επειδή οφείλει να προοδεύει σε κάθε του δουλειά, αλλά και μια ιδανική ευκαιρία για νέο ξεκίνημα μετά από διάφορες ατυχίες που είχε η καριέρα του από το 1998 και έπειτα όταν και μετακόμισε στην Ευρώπη, ξεκίνησε αρκετά projects, αλλά κανένα από αυτά δε τελεσφόρησε. Αναφέρθηκε πολλές φορές στο ξεκίνημα της καριέρας του που συνέπεσε με την άνοδο του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου, με τον ίδιο να ανακηρύσσεται ως ένα από τα χρυσά παιδιά του, καθώς το Μετροπόλιταν έφτασε μέχρι τις υποψηφιότητες των Όσκαρ στην κατηγορία του σεναρίου.
Αν οι πνευματώδεις, ευγενείς και ευρηματικοί ήρωες του μοιάζουν εξωπραγματικοί, καταλαβαίνει εύκολα κάποιος ακούγοντάς τον, ότι αποτελούν προεκτάσεις του εαυτού του και διηγητές των ιστοριών (τα 3 πρώτα φιλμ του έχουν έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία) και των σκέψεων του. Ο Στίλμαν συστήνεται, μιλά και αστειεύεται με ίδια κομψότητα που χαρακτηρίζει τους διαλόγους του, που αποτελούν και το χαρακτηριστικότερο συστατικό των ταινιών του, καθώς συχνά ξεπερνούν και έχουν περισσότερη σημασία από την ίδια την πλοκή.
Παρά τα αρκετά χρόνια αποχής, το Damsels in Distress (με πρωταγωνίστρια την άλλοτε πριγκίπισσα του mumblecore, Γκρέτα Γκέργουιγκ) από τα πρώτα λεπτά παραθέτει όλα τα στοιχεία ταινίας του Στίλμαν. Είναι μάλλον η πιο κωμική του στιγμή και έχει σίγουρα το πιο ελπιδοφόρο φινάλε από όλες του, με τους ήρωες να χορεύουν έναν χορό δικής του έμπνευσης (το Sambola) που σύμφωνα με την ηρωίδα (και άρα τον ίδιο) μπορεί να αποτελέσει μέσο χαράς και, έστω πρόσκαιρης, ευτυχίας.