Νεονουάρ / κωμωδία, 2011, Η.Π.Α., 103 λεπτά
Σκηνοθεσία: Γουίλιαμ Φρίντκιν
Παίζουν: Μάθιου Μακόναχι, Εμίλ Χιρς, Τόμας Χέιντεν Τσερτς.
Ένας νεαρός έμπορος ναρκωτικών αναθέτει σε έναν επαγγελματία εκτελεστή να σκοτώσει τη μητέρα του για να εισπράξει ο ίδιος την ασφάλεια. Από την αρχή όμως το σχέδιό του φεύγει εντελώς εκτός ελέγχου.
Πάνε αρκετά χρόνια απ’ όταν ο Φρίντκιν γνώρισε τις μεγάλες του δόξες, στα 70’s, με τον «Άνθρωπο από τη Γαλλία», τον «Εξορκιστή» και το εμβληματικό -όχι μόνο ως καλτ αναφορά- «Ψωνιστήρι» του. Με το «Killer Joe», αυτό το σαρωτικό b-movie που κάνει κιμά τους οποιουσδήποτε φιλμικούς διαχωρισμούς, δηλώνει για δεύτερη συνεχόμενη φορά (μετά το κλειστοφοβικό «Bug», σε σενάριο Τρέισι Λετς, επίσης) βροντερό παρών, με άλλη μια ιστορία ημιδιαλυμένης και παθογενούς οικογένειας του αμερικάνικου νότου που επιβιώνει με έκνομη νηνεμία, ώσπου ένας εξωτερικός παράγων έρχεται να ταράξει τα βαλτωμένα νερά.
Διαθέτοντας εθιστική φωτογραφία, ο Φρίντκιν φιλμάρει τις εξάρσεις βίας με την ωμότητα ενός Πέκινπα και το φετιχισμό ενός Ταραντίνο, καταδεικνύοντας με σαρδόνια διαβρωτικό -κατάμαυρο Κοενικό- χιούμορ το μέγεθος της ανθρώπινης ηλιθιότητας (που παρουσιάζεται και ως κληρονομικό χάρισμα), αφού βεβηλώσει με κάθε αφορμή την ιερότητα του οικογενειακού θεσμού που ωχριά μπροστά στο μεγαλείο της απληστίας. Κι αν είναι εύλογο το κατηγορητήριο του «Killer Joe» ως μια μισογύνικη ταινία (η σκηνή με την πεολειχία του κοτόπουλου είναι μόνο η χαρακτηριστικότερη), στην ανατροπή δυνάμεων του φινάλε, που ακολουθεί μια μικρή, αλλά αξιοπρόσεκτη, ρυθμική κοιλιά, έρχεται να μας υπενθυμίσει τη γνωστή ρήση. Γελά καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος.