(The Best Exotic Marigold Hotel)
Κωμωδία, 2011, Μ. Βρετανία, 124 λεπτά
Σκηνοθεσία: Τζον Μάντεν
Παίζουν: Τζούντι Ντεντς, Μάγκι Σμιθ, Τομ Γουίλκινσον
Άγνωστοι μεταξύ τους συνταξιούχοι, βρίσκουν την διαφήμιση ενός ξενοδοχείου στην Ινδία ελκυστική (αλλά και φθηνή) και αποφασίζουν να συνεχίσουν τη ζωή τους εκεί.
“Το χρώμα” απαντά ο Γουίλκινσον στην ερώτηση της συντηρητικής Γουίλτον για το τι μπορεί να του αρέσει σε μια χώρα όπως η Ινδία. Όσο στερεότυπο και αν ακούγεται (εντασσόμενο στην όλη επιδερμική ματιά της ταινίας στη χώρα), πώς να μην απαντήσει κάτι τέτοιο κάποιος που έζησε για όλη του τη ζωή στην Αγγλία, χωρίς όμως να έχει γεννηθεί εκεί. Μπορεί για κάποιον ντόπιο που δεν ταξίδεψε ποτέ, η γκρίζα Βρετανία να είναι η φυσιολογική αντίληψη περί αισθητικής, που δεν αλλάζει ούτε με επίσκεψη σε άλλο πλανήτη, πόσο μάλλον στην Ινδία που εξακολουθεί, αφού τράβηξε τα χίλια μύρια από τους Άγγλους, να θεωρείται τόπος Β’ κατηγορίας γι’ αυτούς. Στο Μάριγκολντ Χοτέλ ευτυχώς δεν έχει μόνο τέτοιους, αντιθέτως ο συνδυασμός φιλελεύθερων και συντηρητικών εξηντάρηδων που συσσωρεύονται στο ξενοδοχείο δημιουργεί και την πλοκή του φιλμ.
Όλο το στόρι κινείται φυσιολογικά γύρω από τις δεύτερες ευκαιρίες, οι ήρωες ψάχνουν στο ξενοδοχείο και την χώρα ό,τι δεν μπόρεσαν να βρουν στη ζωή τους ως τώρα. Το καινούριο περιβάλλον αντιμετωπίζεται είτε με θάρρος, είτε με καχυποψία, ανάλογα με τις ιδεολογίες του καθενός, η Τζούντι Ντεντς αναλαμβάνει να συνοψίζει για το κοινό τις αντιδράσεις των χαρακτήρων, οδηγώντας ένα εκλεκτό cast που είναι και το βασικό όπλο του όλου εγχειρήματος. Ο Μάντεν ως συνήθως δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να τους παρατηρεί, στηριζόμενος σε αφηγηματικά κατατόπια πιο μεγάλης ηλικίας και από των πρωταγωνιστών, οπότε το μόνο ενδιαφέρον (αλλά και απόλαυση ενίοτε) είναι να βλέπεις την άλλοτε βρετανική ερμηνευτική αφρόκρεμα να το χαίρεται, χωρίς να γελοιοποιείται, μεταδίδοντας σχετικά απλά κάτι από αυτή τη χαρά και σε εσένα.