Περιπέτεια, 2012, ΗΠΑ, 143 λεπτά
Σκηνοθεσία: Σαμ Μέντες
Παίζουν: Ντάνιελ Κρεγκ, Χαβιέ Μπαρδέμ, Τζούντι Ντεντς
Franchise ανάλογο του James Bond δεν έχει υπάρξει στην ιστορία του κινηματογράφου. Διανύοντας 50 χρόνια ιστορίας, κατά την οποία βρίσκεται στο επίκεντρο του σινεφίλ (και όχι μόνο) ενδιαφέροντος, ο Bond έχει τέτοια δυναμική που κάθε νέα του περιπέτεια αποτελεί πολιτιστικό γεγονός. Γνωρίζετε μήπως άλλο franchise στο οποίο το ζήτημα της ταυτότητας του καλλιτέχνη που θα ερμηνεύσει το τραγούδι τίτλων συνιστά την είδηση του μήνα;
Το μυστικό της επιτυχίας του απλό: Κατατροπώνει τους κακούς, σώζει την ανθρωπότητα με στιλ, φλερτάρει με αδιάλειπτη επιτυχία. Καθετί πάνω του, από το φινετσάτο κοστούμι μέχρι τον χαρακτηριστικό τρόπο που αυτοσυστήνεται, συνιστά την επιτομή του cool αρσενικού. Οι άντρες θέλουν να του μοιάσουν. Οι γυναίκες να τον «δαγκάσουν».
Όχι ότι στην πενηντάχρονη πορεία του δεν υπήρξαν σκαμπανεβάσματα. Δεν ήταν όμως αρκετά για να τον εκτοπίσουν από την κορυφή της κινηματογραφικής επικαιρότητας. Τα ξεπέρασε. Όπως λέει και ο ίδιος ο 007 στο Skyfall σε διάλογο με τον ανταγωνιστή του «χόμπι μου είναι η ανάσταση». Το οποίο Skyfall, αν και δεν υπήρξε κανενός είδους θάνατος με το Quantum of Solace (ούτε εισπρακτικός, ούτε καλλιτεχνικός, απλώς δεν ανταποκρίθηκε στις υπέρογκες προσδοκίες που γέννησε το Casino Royale), επιχειρεί να «αναστήσει» τον ήρωα επανασυστήνοντάς τον. Με εξαίρεση την παραδοσιακή εισαγωγική σεκάνς δράσης, ο Bond δεν είναι αυτός που ξέρουμε. Αν στο Casino Royale ήταν συναισθηματικά ευάλωτος, εδώ είναι και βιολογικά. Οι σφαίρες τον πλήττουν. Τα χρόνια τον βαραίνουν. Και οι αναμνήσεις τον καταδιώκουν.
Η εμφατικά τονισμένη θνητότητα του χαρακτήρα δεν είναι η μοναδική καινοτομία που φέρνει ο Μέντες στη μυθολογία του ήρωα. Προσθέτει στοιχεία έξω από το φιλμικό σύμπαν του Μποντ (π.χ. την πολιορκία) και τολμά να οδηγήσει τον ήρωα σε πρωτοφανή δραματικά μονοπάτια που καταλήγουν σε μια συναισθηματικά φορτισμένη κορύφωση, στημένη σαν αρχαίο δράμα. Το παράδοξο (και κατόρθωμα συνάμα) είναι πως πετυχαίνει να δώσει μια διαφορετική διάσταση στον Μποντ ανατρέχοντας στο παρελθόν, επαναπροσδιορίζοντας τον χαρακτήρα ως σύμβολο εθνικής συνείδησης, ιδιότητα που απώλεσε με τα χρόνια.
Αν σ’ αυτά προσθέσεις την ομοβροντία αναφορών σε προηγούμενες ταινίες της σειράς, γεγονός από μόνο του ρομαντικά επαρκές για τους λάτρεις, τον τζειμσμποντικά larger than life κακό που χτίζει με δραματικότητα κι εσωστρέφεια ο Μπαρδέμ και την ανεκτίμητη συμβολή του διευθυντή φωτογραφίας Ρότζερ Ντίκινς, ένα ταλέντο σινεμασκόπ μεγαλοπρέπειας ακόμα και σε κλειστούς χώρους, καταλαβαίνεις γιατί το Skyfall είναι ένα Bond πλασμένο για να υπάρχει μέχρι να μας «πέσει ο ουρανός στο κεφάλι».