Σκηνοθεσία: Steven Spielberg
Ηθοποιοί: Tom Hanks, Mark Rylance, Alan Alda
Ένας από τους μεγάλους βάρδους της περιόδου του ψυχρού πολέμου, ο πολύς Τζον Λε Καρέ, μιλώντας για το πολιτικό αλλά και προσωπικό κόστος με ηθικούς όρους έγραψε κάποτε: Για πόσον καιρό θα μπορούμε να υπερασπιζόμαστε τους εαυτούς μας με μεθόδους αυτού του τύπου, και ακόμη να παραμένουμε μια κοινωνία την οποία αξίζει κάνεις να υπερασπίζεται; Η ξαφνική ματαιότητα στο βλέμμα του πρωταγωνιστή της ταινίας καθώς αυτή πλησιάζει στο φαινομενικά λυτρωτικό της φινάλε αποδεικνύει ότι μάλλον και ο Στίβεν Σπίλμπεργκ επιχειρεί, με τον δικό του τακτοποιημένο τρόπο να θέσει το ίδιο ερώτημα. Ο ρόλος του Τομ Χανκς μοιάζει σχεδόν σουρεαλιστικός, μέσα σε ένα περιβάλλον παρανοϊκής φοβίας και υποψιών από όλους προς όλους. Ανακαλύπτοντας τη λεπτότητα και την περήφανη στάση ενός ανθρώπου που που επιμένει μόνος του να υπερασπίζεται τα δημοκρατικά αυτονόητα, ένας από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες του Χόλιγουντ αποπειράται να υποστηρίξει -δειλά είναι η αλήθεια, αλλά επίμονα το δίχως άλλο- ότι ο ψυχρός πόλεμος έχει δίδυμο αδερφό τον πόλεμο προς την τρομοκρατία, μοιάζοντας και οι δύο με ένα παιχνίδι σκάκι το οποίο δεν θα σταματήσει να παίζεται ποτέ. Ένα παιχνίδι φθαρμένων προσδοκιών και ψεύτικων υποσχέσεων που οι κυβερνήσεις κάθε πλευράς ενεργούν μόνο προς το ιδιωτικό τους συμφέρον, βαφτίζοντας τους ανθρώπους εχθρούς ή ήρωες κατά περίσταση.
Δουλεύοντας πάνω σε ένα εξαιρετικό σενάριο, στολισμένο καίρια από τις δημιουργικές παρεμβάσεις των αδελφών Κοέν (είναι ολοκάθαρη η γραφή τους σε μερικές σκηνές) ο Σπίλμπεργκ ξεσκονίζει μια σημαντική υπόθεση από το πολιτικό αρχείο ίσως της πιο υπόκωφα ταραγμένης εποχής της σύγχρονης ιστορίας. Μιλώντας για τις σκοτεινές μέρες του παρελθόντος (ανάγοντάς τες ίσως και στο ταραγμένο παρόν) αφηγείται με τον γνωστό, λαμπερό τρόπο του την προσπάθεια του Τζέιμς Ντόνοβαν (Τομ Χανκς) – ο οποίος βρίσκεται στη μέση πολιτικών και όχι μόνο αντιπαραθέσεων- να υπερασπιστεί νομικά και στη συνέχεια να πάρει μέρος στις τεταμένες διαπραγματεύσεις για τη διάσωση και ανταλλαγή ενός Ρώσου κατάσκοπου με έναν Αμερικάνο πιλότο. Το σκηνοθετικό πέπλο του δημιουργού μοιάζει να απλώνεται απ' άκρη σ' άκρη, θέτοντας συνεχώς ερωτήσεις οι οποίες φέρνουν διαρκώς σε αμηχανία όχι μόνο τους χαρακτήρες του αλλά και τους ίδιους τους θεατές. Παρότι δεν λείπουν οι γλυκανάλατες ατάκες, η ταινία παραμένει εμμονικά διαλεκτική. Οι ηθικά γκρίζες ζώνες και τα πολιτικά χάσματα αποδίδονται με εκπληκτική δεξιοτεχνία, ίσως και λίγο περισσότερο θετικισμό από όσον θα έπρεπε. Επιτέλους όμως (θυμίζοντας ίσως περισσότερο από ποτέ τον αριστουργηματικό του Σίντλερ) ο Σπίλμπεργκ μοιάζει να παραδέχεται την ύπαρξη της σκοτεινής πλευράς αφήνοντας κατά μέρος τις ονειρώδεις αναζητήσεις ενός αγνού κόσμου και ταυτόχρονα ενός αθώου σινεμά. Στην προσπάθειά του να αποτυπώσει έναν κόσμο διαρκώς υπό σκιά, ένα περιβάλλον όπου άνθρωποι κυνηγούν ανθρώπους στηρίζεται ολοκληρωτικά πάνω σε έναν προσιτό σταρ, ο οποίος σε στιγμές έχει την ικανότητα να σκοτεινιάζει, αλλά δυστυχώς όχι για πολύ.
Ο Χανκς ξεδιπλώνοντας όλο το ειδικό βάρος του στο σετ αντηχεί ως η φωνή της συνείδησης του φιλμ, παραδίδοντας μια ικανοποιητική και άκρως επιβεβαιωτική ερμηνεία, γεμάτη λιτές και ισορροπημένες αναλογίες. Η σιγουριά απέναντι στον σκηνοθέτη και το έργο του είναι κάτι παραπάνω από εμφανής και η κωμική εκτόνωση που του προσφέρει σποραδικά το σενάριο (άριστο δείγμα της 'Κοενικής' επιρροής) αντιτίθεται άμεσα στο σιωπηλό αίνιγμα που ακούει στο όνομα Μαρκ Ράιλανς. Ο Βρετανός ηθοποιός στο ρόλο του Ρώσου κατασκόπου Ρούντολφ Έιμπελ κερδίζει τις εντυπώσεις από την πρώτη στιγμή, αποτυπώνοντας έναν άνθρωπο υποσυνείδητα βουβό. Χτίζει με επιμέλεια μια προσωπικότητα θαρρείς χωρίς πάθη, έναν χαρακτήρα ηττημένο, που μόνο ένα μικρό παιχνίδισμα των ματιών του μπορεί να σε οδηγεί στο συμπέρασμα ότι κάτι άλλο μπορεί να συμβαίνει. Θυμίζοντας έντονα την απρόβλεπτα υπέροχη ερμηνεία του Ούλριχ Μίχε από τις Ζωές των άλλων, αντιμετωπίζει με αφοπλιστικό ορθολογισμό το καθημερινό ψυχολογικό του μαρτύριο. Γι αυτό και όταν σπάει (πάντοτε διακριτικά) χαρίζει μία από τις συγκινητικότερες σκηνές του φιλμ.
Η Γέφυρα των κατασκόπων διαθέτει μια κραυγαλέα (και ως επί το πλείστον δικαιολογημένη) αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη στην ταλαντούχα, σχεδόν κρυστάλλινη αφήγησή της. Ίσως τελικά αυτό να αποδεικνύεται και το μοναδικό της στραβοπάτημα. Το επιμελέστατο μοντάζ στηρίζεται από τη μία στη μεγαλοπρέπεια των εικόνων και από την άλλη στους γνωστούς υποβλητικούς μονολόγους που ο Σπίλμπεργκ μας έχει συνηθίσει. Οι οπτικές ρίμες, μοιάζουν όλες εμπνευσμένες από μία δυαδικότητα που αναπαράγεται σχεδόν σε ολόκληρο το φιλμ. Καταστάσεις από τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα αντικατοπτρίζουν η μία την άλλη φανερώνοντας ισοδύναμα που απλά αλληλοσυμπληρώνονται. Καθώς ο Ντόνοβαν πλησιάζει όλο και πιο κοντά στην αλήθεια, οι εικόνες μιας Αμερικής σε ευημερία φαντάζουν σχεδόν μη ρεαλιστικές (ακόμη και η οικογένειά του εικονογραφείται όχι ως ξεχωριστές προσωπικότητες, αλλά ως μια ενιαία μάζα) και τα μοτίβα της υποτιθέμενης κοινωνικής σταθερότητας χάνουν τελείως την άξια τους όπως άλλωστε και η ανθρώπινη υπόσταση. Αναπολώντας την εξαιρετική σκηνή της παράλληλης πορείας της κάμερας με το μισοχτισμένο τοίχος του Βερολίνου, δεν μπορείς πάρα να καταλήξεις ότι πρόκειται για ένα υψηλού επιπέδου δημιούργημα, πλήρες από κάθε άποψη, που διατηρεί τη διακριτική ένταση ενός πολιτικού θρίλερ από την αρχή ως το τέλος. Πρόκειται σίγουρα για την καλύτερη ταινία του Σπίλμπεργκ εδώ και καιρό, με τον ίδιο να γελά κατάφατσα στην πιθανότητα μιας πυρηνικής εξόντωσης, αναρωτώμενος ταυτόχρονα αν τα συνταγματικά κατοχυρωμένα ανθρώπινα δικαιώματα υπερβαίνουν τις μικροπολιτικές σκοπιμότητες και τα παιχνίδια οποιασδήποτε μορφής εξουσίας.
H ταινία προβάλλεται στη Θεσσαλονίκη στους εξής κινηματογράφους: Cineplexx One Salonica, Odeon Πλατεία, Ster Cinemas Μακεδονία, Village Mediterranean Cosmos