Οι θεωρίες
είναι, σε μεγάλο βαθμό, μύθος για τους
πλούσιους και τους ισχυρούς, οι οποίοι
έχουν εφεύρει πολλούς τρόπους για να
προστατεύονται από τις δυνάμεις της
αγοράς, αλλά όχι για τους φτωχούς και
τους αδύναμους, οι οποίοι πλήττονται
από αυτούς.
Όλα πάνε
ρολόι για τους πλούσιους και ισχυρούς.
Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, δεκάδες
εκατομμύρια είναι άνεργοι, εκατομμύρια
ανώνυμοι έχουν εκπέσει από την αγορά
εργασίας στην απελπισία και τα εισοδήματα,
ακόμα και οι συνθήκες διαβίωσης, έχουν
σε μεγάλο βαθμό τελματωθεί ή συρρικνωθεί.
Αλλά οι μεγάλες τράπεζες, που είναι
υπεύθυνες για την τελευταία κρίση, είναι
μεγαλύτερες και πλουσιότερες από ποτέ.
Τα εταιρικά κέρδη σπάνε ρεκόρ, ο πλούτος
πέρα από κάθε φαντασία συσσωρεύεται
μεταξύ των ισχυρών, ο κόσμος της εργασίας
έχει αποδυναμωθεί από τη συντριβή των
συνδικάτων και την αυξανόμενη εργασιακή
ανασφάλεια.
Η ανάπτυξη
του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου
συνδέεται με την πτώση του ποσοστού
κέρδους στη βιομηχανία και τις νέες
ευκαιρίες που αναδύθηκαν, ώστε να
κατανεμηθεί η παραγωγή σε περιοχές,
στις οποίες η εργασία γίνεται ευκολότερα
αντικείμενο εκμετάλλευσης και οι
περιορισμοί στο κεφάλαιο είναι
ασθενέστεροι, ενώ τα κέρδη διανέμονται
σε περιοχές με χαμηλότερα ποσοστά
κέρδους (παγκοσμιοποίηση).
Η όλη διαδικασία
έχει ως συνενόχους τις τεχνολογικές
εξελίξεις που διευκολύνουν την ανάπτυξη
ενός ανεξέλεγκτου χρηματοπιστωτικού
τομέα, ο οποίος καταβροχθίζει τη σύγχρονη
παραγωγική οικονομία από μέσα, όπως η
νύμφη της σφήκας- αράχνης τρώει από μέσα
προς τα έξω τον ξενιστή, στον οποίο έχει
αποτεθεί.
Ο κανόνας
που έχει επίκεντρο τις αγορές επιβάλλει
αυστηρή πειθαρχία στους πολλούς, αλλά
οι λίγοι, οι οποίοι «μετράνε», προστατεύουν
τους εαυτούς τους αποτελεσματικότερα.
Από την στιγμή
που οι πλούσιοι και οι ισχυροί μπορούν
να προστατεύουν τους εαυτούς τους από
την πειθαρχία της αγοράς, τα πράγματα
λειτουργούν διαφορετικά, όταν μια
τράπεζα δανείζει σε «ριψοκίνδυνους»
και δυνητικά επικίνδυνους δανειολήπτες
με υψηλό επιτόκιο, και μεγάλο ποσοστό
κέρδους εννοείται, κι αυτοί κάποια
στιγμή δεν μπορούν να το πληρώσουν. Τι
γίνεται τότε; Τότε είναι που το όργανο
επιβολής εκ μέρους της πιστωτικής
κοινότητας (ΔΝΤ) σπεύδει προς διάσωσή
του, εξασφαλίζοντας πως το χρέος θα
πληρωθεί, μεταφέροντας την ευθύνη στον
γενικό πληθυσμό με προγράμματα
διαρθρωτικής προσαρμογής, λιτότητα
κτλ.
Όταν οι
πλούσιοι δε θέλουν να πληρώνουν τέτοια
χρέη, τα βαφτίζουν απεχθή και, ως εκ
τούτου, άκυρα: τα επιβάλλουν στους
αδύναμους με αθέμιτα μέσα.
Οι απεικονίσεις
του Έλληνα ως τεμπέλη ή φοροφυγά
παρουσιάζονται από εκείνους που κατέχουν
πλούτο και την εξουσία οικοδομώντας
έτσι τον κυρίαρχο λόγο. Η παραποίηση
και η εξαπάτηση αντιμετωπίζονται μόνο
δημιουργώντας όργανα λαϊκής εξουσίας,
όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση
καταπίεσης και κυριαρχίας.
Φαίνεται πως
ο απώτερος στόχος των γερμανικών
απαιτήσεων έναντι της Αθήνας, στο πλαίσιο
διαχείρισης της κρίσης χρέους, είναι
να δεσμευτεί ό,τι έχει αξία στην Ελλάδα.
Κάποιοι άνθρωποι στη Γερμανία φαίνεται
πως έχουν στόχο να θέσουν την Ελλάδα
υπό το καθεστώς ιδιότυπης σκλαβιάς.
Η ευρωπαϊκή
βοήθεια θα πρέπει να παρέχεται χωρίς
τη λήψη μέτρων που καταστρέφουν τον
κοινωνικό ιστό της Ελλάδας και των άλλων
κρατών – μελών της Ευρωζώνης που
πλήττονται από την κρίση.
Η λιτότητα
οδηγεί σε αυτοκτονία, περιορίζει την
ανάπτυξη, αυξάνει την ανεργία και παράγει
μιζέρια. Η δημοκρατία έχει ήδη αποδυναμωθεί
στην Ευρώπη σημαντικά και η ενίσχυση
της Ακροδεξιάς είναι μια σοβαρή και
εξαιρετικά ανησυχητική εξέλιξη.
Ένα κοινό
μέτωπο ανάμεσα στην Ελλάδα, την Πορτογαλία,
την Ισπανία και την Ιταλία μπορεί να
είναι η μόνη ρεαλιστική επιλογή γι'
αυτές τις χώρες. Η ευρωπαϊκή βοήθεια θα
πρέπει να παρέχεται χωρίς τη λήψη μέτρων
που καταστρέφουν τον κοινωνικό ιστό
της Ελλάδας και των άλλων κρατών – μελών
της ΕΕ που πλήττονται από την κρίση.
Οι άνθρωποι
πρέπει να στέκονται στο ύψος των ηθικών
ευθυνών τους. Οι σημερινοί «διανοούμενοι»
στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό μπορούν
μόνο δειλία να επικαλούνται.
(Ο Νόαμ Τσόμσκι πρωταγωνιστεί στην ταινία
animation “Is the Man Who Is Tall Happy?” του Μισέλ Γκοντρί.
Η
συνέντευξη δόθηκε στην «ΑΥΓΗ» και στους
Χ. Πολυχρονίου και Α. Γιαμαλή)