Μάκης Τσίτας, Μάρτυς
μου ο Θεός, εκδ. Κίχλη
Τα προβλήματα για τον Χρυσοβαλάντη αρχίνισαν με την απώλεια
της εργασίας του, έως τότε η ζωή του τον ικανοποιούσε, είχε βλέπετε χρήματα. Η
εταιρεία στην οποία δούλευε έκλεισε στα τέλη της δεκαετίας του ’80, έπειτα από
έντεκα χρόνια σκληρής εργασίας έμεινε άνεργος. Μάταια αναζήτησε βοήθεια και
υποστήριξη από παλιούς γνωστούς και συνεργάτες, κάθε μέρα έπαιρνε τους δρόμους
νωρίς το πρωί και γύριζε σπίτι αρκετά αργά, από φόβο μήπως πετύχει ξύπνιους
τους γονείς και τις αδερφές του. Από τότε, τα χρόνια πέρασαν, μα εκείνος δε
στέριωσε επαγγελματικά, παρά την τριγύρω ανάπτυξη.
Σε αυτό το ιδιότυπο ημερολόγιο, ο Χρυσοβαλάντης καταγράφει
τις σκέψεις του, τις φοβίες και τους προβληματισμούς του. Εκφράζει βεβαιότητες
ισχυρές, μα με όρια χρονικά. Μοιάζει να ζει σε μιαν άλλη, περασμένη εποχή. Στα
λόγια του –που τόσο διαφέρουν συχνά από τα έργα– μπορεί κανείς να εντοπίσει
διάσπαρτα στοιχεία από ανθρώπους τού περιβάλλοντός του, η αφέλεια και η
κουτοπονηριά, ο υποβόσκων ρατσισμός, η σύγχυση ανάμεσα στη θρησκεία και την
εκκλησία, η οικογένεια και η πετσοκομμένη σεξουαλικότητα, το αίσθημα της
ελληνικής ανωτερότητας. Ο λόγος του ενοχλεί, ιδιαίτερα στις πρώτες σελίδες,
ύστερα κάπως γίνεται αποδεκτή η αφηγηματική φωνή, ο μισογυνισμός και η
ξενοφοβία δοκιμάζουν τα όρια του αναγνώστη, ιδιαίτερα σήμερα που τέτοιες ακραίες
φωνές μοιάζουν να δυναμώνουν, εγκαταλείποντας το σκοτάδι που για χρόνια
κατοικούσαν.
Ο πρωτοπρόσωπος λόγος του Χρυσοβαλάντη σε αναγκάζει να
εμπλακείς προσωπικά, σε μια απόπειρα να λειτουργήσεις ως αντίβαρο. Εκφράζει ένα
σύνολο ανθρώπων με έλλειμμα παιδείας, προσωπικότητες αντικρουόμενες που
συνθέτουν την αποκαλούμενη μάζα, υπάκουη και διατεθειμένη να ακολουθήσει το
ρεύμα. Θα αποτελούσε τεράστιο λάθος να αντιμετωπίσει κανείς τον Χρυσοβαλάντη ως
έναν επινοημένο λογοτεχνικό ήρωα, τη στιγμή που παρατηρείται πληθυσμιακή έξαρση
των ομοίων του. Ο Μάκης Τσίτας αποφασίζει να δώσει φωνή και να αναδείξει ένα
θύμα του καιρού μας, έναν άνθρωπο που μοιάζει ακίνδυνος, δεν τραβάει την
προσοχή, ζει σε ένα ιδιόμορφο περιθώριο, δεν απασχολεί τις πολιτικές και
οικονομικές αναλύσεις. Είναι όμως το θύμα, εκείνο που θα νομιμοποιήσει την
επικράτηση του τέρατος. Κείμενο πρωτίστως κοινωνικοπολιτικό, εφιαλτικού
ρεαλισμού, φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με μια πραγματικότητα που μάταια
τόσο καιρό απέφευγε να αντικρίσει βρίσκοντας καταφύγιο στον προσωπικό του
μικρόκοσμο.
Γιάννης Καλογερόπουλος
——————————————————————————————————————————
ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
Antonio Tabucchi “Ο Τριστάνο πεθαίνει. Μια ζωή” μτφ. Ανταίος
Χρυσοστομίδης, εκδ. Άγρα
Είναι καλοκαίρι, Αύγουστος με καύσωνα στην Τοσκάνη κι ένας
ηλικιωμένος, ο Τριστάνο, αργοπεθαίνει, διηγούμενος την προσωπική του ιστορία σ’
έναν συγγραφέα που έχει προσλάβει για να την καταγράψει. Η αφήγηση ξεκινά από
μια πλατεία της αθηναϊκής Πλάκας στη διάρκεια της Κατοχής όπου μπροστά στα
μάτια του Γερμανοί αξιωματικοί σκοτώνουν αναίτια ένα παιδί. Λίγο μετά, εκείνη την ίδια μέρα, μια γυναίκα
τον κρύβει στο σπίτι της. Ο Τριστάνο ερωτεύεται τη Δάφνη αλλά στη συνέχεια
χωρίζουν. Αντί όμως να ψάξει να βρει τον απόλυτο έρωτα της ζωής του, ο Τριστάνο
ενώνεται με τους Έλληνες αντάρτες στα βουνά της Πελοποννήσου. Αργότερα,
πηγαίνει στην Ιταλία όπου κι εκεί βγαίνει στο αντάρτικο. Μαζί με την
Αμερικανίδα Μαίρυλιν, που τη φωνάζει Ροζαμούντα ή Γκουαλιόνα ανάλογα με το κέφι
του, ταξιδεύει στην Ισπανία του δικού της εμφύλιου, επιστρέφει πάλι στην
ταραχώδη Ιταλία της δεκαετίας του ’70 για να καταλήξει στο παρόν, στο εξοχικό
του στην Τοσκάνη όπου το ρολόι χτυπά τώρα τα τελευταία του λεπτά. “Κοιτάξτε το
ρολόι, τι ώρα είναι; Θα σας φανεί ανόητο, αλλά θέλω να ξέρω, είναι το τελευταίο
πράγμα που θέλω να μάθω… Έτσι κι αλλιώς, αύριο θα είναι μια άλλη μέρα, όπως
λένε.”
O μυθιστορηματικός συγγραφέας, αυτήκοος μάρτυρας της ζωής του
Τριστάνο, καταγράφει τη σχέση του ανθρώπου με τον θάνατο, τη φύση, τη ζωή, την
ιστορία και με την πολιτική – αυτά τα δύο τελευταία διαγράφονται, άλλωστε, και
στο σύνολο του έργου του Ταμπούκι απ’ όπου αναδύονται με εύστοχο και κομψό
τρόπο τα κοινωνικά σχόλια του Α.Τ. Ταυτόχρονα, μέσα από τη διήγηση του
Τριστάνο, παρουσιάζονται λεπτομέρειες του πολιτισμού καθώς και γεγονότα που σημάδεψαν
την ιστορία της Ιταλίας και της Ελλάδας κυρίως – η γερμανική κατοχή, η
αντίσταση, η πείνα, η Πλάκα, το Σούνιο, τα βουνά της Ιταλίας, τοπία της Κρήτης,
η Σαντορίνη, η Τοσκάνη πλέκονται με δεξιοτεχνία με τις μουσικές του Γκλεν
Μίλλερ και του Σούμπερτ, τις αναφορές στον Κουρμπέ, τους φιλοσοφικούς
στοχασμούς και τις υποφώσκουσες συνομιλίες με αρκετούς λογοτέχνες. Η διήγηση
του Τριστάνο στροβιλίζεται επικίνδυνα μεταξύ ονείρων και πραγματικότητας,
βεβαιοτήτων και παραισθήσεων της μορφίνης που παίρνει για να απαλύνει τους
πόνους του χαλασμένου ποδιού του. Γι’ αυτό η αίσθηση που αφήνει πίσω του ένα
τόσο ιδιαίτερο βιβλίο είναι, επίσης, δύσκολο να περιγραφεί.
Bookworm Sue
Bookstand.gr – Περιοδικό για το βιβλίο και την
ανάγνωση