Η
τελευταία μέρα διακοπών σ’ έναν άλλο τόπο είναι πάντα η καλύτερη. Είναι
παρατηρημένο. Το ονομάζω η δύναμη της
τελευταίας φοράς.
Στην
παραλία του Μώλου. Χιλιόμετρα λεπτής αμμουδιάς και διάφανου νερού. Στα δεξιά
του κόλπου ένας λόφος και στα ριζά του ένα ασβεστωμένο ξωκλήσι. Στ’ αριστερά
του κόλπου πάλι λόφος, σε γήινα χρώματα. Τα καφέ και η ώχρα οργιάζουν. Στη βάση
του άλλο ασβεστωμένο ξωκλήσι σαν αντικατοπτρισμός. Σαν μακρινός χαιρετισμός.
Βάλανε τους Αγίους απέναντι και τη θάλασσα ανάμεσα να ‘χουν να κουβεντιάζουν
τις κρύες μέρες του χειμώνα. Όταν η παραλία θα ‘ναι άδεια από ασπρουλιάρικα
κορμιά που ξεροψήνονται σαν φρυγανιές στον ήλιο κι ο αέρας θα φτιάχνει μικρές
ανεμοθύελλες από κοχύλια πουρνάρια, προσευχές και ψίθυρους. Τότε τα ψάρια
μεταφέρουν τις κουβέντες των Αγίων καθώς κολυμπούν πάνω-κάτω, κάτω από το νερό.
Διαλέγω
τη δεξιά πλευρά με τα λιγοστά αρμυρίκια, τους αμμόλοφους που με κρύβουν από το
χωματόδρομο και τα νερά που εκτείνονται καθάρια, μέχρι μέσα βαθιά, χωρίς ίχνος
μαυρίλας.
Απλώνω
την πετσέτα και δέχομαι επίθεση από μυρωδιές που θυμίζουν την ελευθερία και τη
χαρά των καλοκαιριών της παιδικής μου ηλικίας.
Λυγαριά
οπωσδήποτε. Αμάραντοι και κάτι άλλο. Κάτι που δεν μπορώ να προσδιορίσω. Μια
μυρωδιά τόσο απτή που σχεδόν την αγγίζω. Το όνομά της ωστόσο μου διαφεύγει. Με
κάνει ευτυχισμένη όμως κι αυτό φαντάζομαι είναι το σημαντικό.
Χαμογελώντας
μπαίνω στο νερό και το χαμόγελο παγώνει μαζί με το υπόλοιπο σώμα. Είναι τόσο
κρύα η θάλασσα που είναι σαν να με μαχαιρώνει. Σκέφτομαι να γυρίσω ηττημένη
αλλά στεγνή στην πετσέτα μου.
Αλλά,
διάολε, είναι η τελευταία μου μέρα!
Μπαίνω
–και πνίγω την κραυγή. Τα πρώτα μέτρα είναι δύσκολα. Το νερό μοιάζει σαν να με
γδέρνει. Όσο κινούμαι εμπρός τόσο εκείνο αφαιρεί την αντίσταση του δέρματος και
την παλιά θερμοκρασία, όπως αφαιρούμε, με τη μύτη ενός μαχαιριού, την πέτσα από
το καλοψημένο ψάρι.
Με
κάθε απλωτή μεταμορφώνομαι. Στις 20 απλωτές είναι από το κεφάλι μέχρι το
στήθος. Στις 50 απλωτές έχει προχωρήσει μέχρι την κοιλιά και τους μηρούς. Στις
70 απλωτές έχει πιάσει και τα πόδια. Μετράω 100 απλωτές και η μεταμόρφωση είναι
ολοκληρωτική.
Είμαι
ψάρι!
Στο
Μώλο όσο βαθιά κι αν πας, κάπου, πάλι πατώνεις. Όπως και στη ζωή. Στέκομαι στα
πόδια μου, λυγίζω τα γόνατα, εκτίναξη. Τα πέλματα σπρώχνουν τον αμμώδη βυθό,
τινάζομαι στον αέρα και πέφτω βουτιά στο πλάι.
Σκέφτομαι
πως με κοιτάνε από την παραλία. Σκέφτομαι πως είμαι μεγάλη για τέτοια. Έπνιξα
και την κραυγή λίγο πριν που κρύωνα. Και τώρα τι; Σκέφτομαι πως θα λένε «Πωπω! Κοιτάξτε αυτή τη
γυναίκα! Στην ηλικία της, τς,τς,τς , πάει τα ‘χασε».
Σκέφτομαι
πως είμαι ψάρι!
Λυγίζω
τα γόνατα. Εκτίναξη. Πέφτω βουτιά στο πλάι. Πάλι και πάλι και πάλι. Πάντα στο
πλάι.
Στο
Μώλο. Την τελευταία μέρα. Για όσο διαρκεί ένα μπάνιο αντιλαμβάνομαι πως
αναλύεται η ευτυχία όταν τέμνεται η ελευθερία και διασταυρώνεται από τη χαρά.
Τη
μαγική στιγμή που θα συμπέσουν ο εαυτός σου από το παρελθόν, ο εαυτός σου από
το παρόν, κι ο εαυτός σου από το μέλλον. Τότε που νιώθεις ολόκληρος. Τη στιγμή
που όλοι σου οι εαυτοί ενωθούν σε έναν
Τότε είσαι Ευτυχισμένος!
Οι
μυρωδιές που έφεραν στην επιφάνεια το παιδί που υπήρξα. Το νερό που μου επιβλήθηκε, διδάσκοντας με να νιώσω
τη στιγμή. Το κρύο σαν υπενθύμιση ενός αναβαλλόμενου θανάτου.
Παρελθόν,
παρόν και μέλλον σε μια στιγμή. Η εξίσωση της ευτυχίας.
Μου
συνέβη, την τελευταία μέρα του Μάη, σ’ ένα νησί.
Υ.Γ.
Πολύ αργότερα έμαθα πως το αριστερό ξωκλήσι, στο βορρά, είναι του Αγίου
Νικολάου του φτωχού και το άλλο, δεξιά, στο νότο είναι του Αγίου Νικολάου του
πλουσίου. Άρα ο Άγιος συνομιλεί κι αυτός με τον εαυτό του. Το παρελθόν του και
το μέλλον του. Ένας ευτυχισμένος Άγιος. Αυτό το μυστικό μεταφέρουν τελικά τα
ψάρια.
Λίνα Στεφάνου