Μια λογοτεχνία της
έγνοιας
Niemands Rose, Τα φώτα στο βάθος. Αφηγήσεις
μικρού μήκους, Απόπειρα, Αθήνα 2012.
Στο εγχείρημα μιας λογοτεχνίας μετα-ρεαλιστικής ή
«μετασύγχρονης», τοποθετούνται Τα φώτα στο βάθος της Niemands
Rose. Ας δούμε, για παράδειγμα, την αφήγηση «Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία».
Έχουμε όλα τα χαρακτηριστικά μιας κλασικής ηθογραφίας. Μια φτωχογειτονιά, μια
χήρα, αλκοολική και μερακλού, έναν γιο που έχει κόλλημα με το μηχανάκι του και
θρηνεί τον φίλο του που σκοτώθηκε σε ατύχημα, έναν πειρατικό ραδιοφωνικό
σταθμό, λαϊκή μουσική. Η εξέλιξη είναι στο πλαίσιο του προβλεπτού: ο γιος
σκοτώνεται και αυτός σε τροχαίο και η έρμη μάνα μένει μόνη να θρηνεί,
χορεύοντας ζεϊμπέκικα. Το όνομά της Ελπίδα. Και είναι εδώ, στην ειρωνική
συσχέτιση του κυρίου ονόματος με τον τίτλο που ανατρέπεται η μελό ηθογραφία·
όχι για να γίνει αντικείμενο αφ’ υψηλού παρατήρησης, αλλά για να καταδειχθεί το
ψεύδος της αμεσότητας. Η δέσμευση της γραφής της Ρὀζε είναι έτσι βαθιά
διαλεκτική: υπονομεύει τη στάση της συγκίνησης με σκληρό τρόπο για να
επανακτήσει μια θέση λελογισμένης ενσυναίσθησης, με αποτέλεσμα η γραφή να μη
διολισθαίνει στη συγκίνηση.
Η εκμετάλλευση της γλωσσικής διαφοράς, μέσω του λογοπαιγνίου,
καθώς και η ένταση που δημιουργεί η σχέση τίτλου και περιεχομένου είναι θα
λέγαμε θεματική στο εγχείρημα της Niemands. Στο «Και επί γης Irene», αφήγηση
στην οποία τα αντιθετικά δίπολα δουλεύουν πολλαπλώς (παραδοσιακό εορταστικό
κλίμα-διαδικτυακή αχρονικότητα, ευμάρεια του άυλου-υλική σπάνη) προστίθεται και
η διαγλωσσία: η ξενικότητα του ονόματος, το γεγονός της τοποθέτησης της
αφήγησης στην Ιρλανδία -η οποία ωστόσο μοιάζει τόσο ίδια- καθιστά την
αποσταθεροποίηση της εφησυχασμένης ανάγνωσης ακόμη πιο ισχυρή.
To ίδιο συμβαίνει και με τις λυρικές εξάρσεις. Στο «“Να
έρθεις τυχαία στο 8ωρο να σταματήσουν να πονάνε τα πόδια μου”» η λυρική
πρόσληψη της αθλιότητας των εργασιακών συνθηκών απολήγει στο στοχαστικό
συμπέρασμα: «Κι αλληλεγγύη μόνο σ’ αυτούς που μας βλέπουν από το ίδιο ύψος». Η
Niemands μοιάζει να λειτουργεί σαν κοινωνικός επιστήμονας σε επιτόπια έρευνα:
εισέρχεται σε βάθος στην καθημερινότητα των ηρώων της, τους ακολουθεί στην
συναισθηματική τους διακύμανση, αλλά την κρίσιμη στιγμή θα εξέλθει του πεδίου,
θεωρητικοποιώντας. Η έγνοια που κινεί την αφήγηση θα γίνει έννοια, η
ενσυναίσθηση θα γίνει συνειδητοποίηση (με τη «σκληρή», ειδική μαρξική σημασία
της). Φύλο και σεξουαλικότητα, πολιτική, βιοεξουσία και επιστήμη συνθέτουν ένα
κολάζ μιας στρατευμένης λογοτεχνίας που δεν κάνει εντούτοις καμία παραχώρηση
στη μορφή της, παραμένει δηλαδή λογοτεχνία και δεν γίνεται μανιφέστο· μια
λογοτεχνία, εντέλει, «εγνοιακή».
Χρήστος Νάτσης
***
Μικρά θραύσματα ερωτισμού
«Κτερίσματα», Μισέλ Φάις, εκδ.
Πατάκη, 2012, σελ.283
Μυθιστόρημα, γράφει επεξηγηματικά
στο εξώφυλλο κάτω από τον τίτλο στα «Κτερίσματα» του Μισέλ Φάις κι αυτός ο
χαρακτηρισμός τα αδικεί κατάφορα. Ούτε καν μυθιστορηματική αυτοβιογραφία δε θα
το λέγαμε – θα έχανε κάτι από την αισθαντικότητά του· είναι ένα μεταμοντέρνο
παραλήρημα θραυσμάτων που κέντρο τους έχουν τον ανθρώπινο ψυχισμό χωρίς
φτιασίδια, στις πιο υψηλές και τις πιο χυδαίες από τις στιγμές του.
Το κείμενο, γραμμένο σε δεύτερο
πρόσωπο, ξεκινά με μνήμες από την παιδική ηλικία από την Κομοτηνή, τα πρώτα σεξουαλικά
σκιρτήματα με θείες, συμμαθήτριες γειτόνισσες, το μίσος ανακατεμένο με έρωτα
για τη μητέρα που φεύγει, που παρατά τον πατέρα, και συνεχίζει με βαθιά αληθινά
κομμάτια για την εβραϊκότητα, τη σεξουαλικότητα, τη σχέση με το άλλο φύλο,
τελικά με τον ίδιο τον εαυτό. Του συγγραφέα; Ναι, ξεκάθαρα πρόκειται για βιβλίο
αυτοβιογραφικό, ακόμα και στα κομμάτια μυθοπλασίας, ακόμα κι όταν ο αφηγητής
είναι γυναίκα ή ένας άλλος. Αδιάφορο.
Η ασυνέχεια στη γραφή δίνει
ποιητικότητα και στα κομμάτια με το πιο ασυγκράτητο υβρεολόγιο. Ο Φάις δε
διστάζει να αναμετρηθεί δημοσίως με δαίμονες που οι περισσότεροι κρατάμε καλά
κρυμμένους. «Καύλα δε σημαίνει να τρίβονται με τις ώρες δυο κορμιά. Άντε κι
έχυσες. Και; Ένας ψυχικός γρίφος είναι η καύλα»
Ένα βιβλίο γεμάτο αντιφάσεις,
ευκολοδιάβαστο και δύσκολο μαζί, από αυτά που μπορούν να σε αφήσουν ξάγρυπνη τα
βράδια με μια έξαψη που δεν μπορείς να την ξεδιαλύνεις από την πραγματική ζωή.
Ίσως γιατί το ίδιο το κείμενο δε διαχωρίζεται από το συγγραφέα του. Οι εμμονές
ήταν πάντα καλό υλικό για τη λογοτεχνία. Κι ειδικά όταν τις χειρίζεται ένας
τεχνίτης του είδους, καταλήγουμε σε μια ευτυχή στιγμή της νεοελληνικής
πεζογραφίας.
Κατερίνα Μαλακατέ