Η αυτοβιογραφία ενός
βιβλίου
Ολόκληρο το μυθιστόρημα του Paul Desalmand «Ένα βιβλίο για πέταμα»,
μτφ. Μαρία Γαβαλά, εκδ. Πόλις, είναι μια αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο της ζωής ενός
βιβλίου. Ξεκινάει με τις απαραίτητες συστάσεις, «Γεννήθηκα στις 17 Ιουνίου του
1983, ώρα τέσσερις και τριάντα επτά λεπτά, στο τυπογραφείο “Η Διακίνηση” στην
πόλη Μαγιέν. Σχήμα: 16,5
εκ. x 12,5
εκ. Βάρος: 230 γραμμάρια. Αριθμός σελίδων: 224.
Χαρακτήρες: Γκαραμόν» κτλ. Το μόνο που δεν μαθαίνουμε είναι ο τίτλος και το
περιεχόμενο του βιβλίου καθώς και το όνομα του συγγραφέα του (αν και κάποια
στιγμή τελικά θα πληροφορηθούμε την ενδιαφέρουσα ιστορία αυτού του εμμονικού
ανθρώπου). Γιατί αυτό που ενδιαφέρει σε αυτή την περίπτωση είναι κάτι άλλο.
Είναι η ζωή του βιβλίου ως αντικειμένου με σάρκα και ψυχή.
Θα διαβάσουμε για την αναμονή του όταν είναι φρεσκοτυπωμένο
στην αποθήκη μαζί με χιλιάδες άλλα όμοια και την αγωνία για τη μελλοντική τους
τύχη: θα φτάσουν άραγε γρήγορα σε κάποιο βιβλιοπωλείο και θα βρεθεί κάποιος
αγοραστής γι’ αυτά ή θα καταλήξουν στη μονάδα πολτοποίησης χωρίς ποτέ να δουν
το φως της ημέρας; Κι ύστερα, ποια βιβλιοπωλεία θεωρούνται καλά για ένα βιβλίο
και ποια όχι; Ποιο είναι το νόημα των παρουσιάσεων; Πού βρίσκονται εκείνα τα
βιβλία που, ενώ είμαστε βέβαιοι ότι τα έχουμε στη βιβλιοθήκη μας, δεν μπορούμε
να τα εντοπίσουμε ποτέ; Και, κυρίως, τι συζητάνε μεταξύ τους τα βιβλία όταν ο
κάτοχός τους δεν είναι εκεί; Ποιος θεωρείται καλός αναγνώστης για ένα βιβλίο;
«Οι χειρότεροι αναγνώστες», μαθαίνουμε σε κάποιο σημείο του μυθιστορήματος,
«είναι εκείνοι που διαβάζουν λες και πλέκουν. Μηχανικά, για να σκοτώνουν την
ώρα τους και όχι για να ζουν αυτά που διαβάζουν. Ή για να πουλάνε φούμαρα. […]
Ριζικά αντίθετη προς την ανάγνωση-πλεκτό είναι η ανάγνωση που σας αλλάζει τη
διάθεση, σας διαπλάθει, σας συγκροτεί, σας διαμορφώνει, σπάει το παγόβουνο που
υπάρχει μέσα σας, κάποτε σας κάνει να υπερβείτε τον εαυτό σας».
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος
——————————————————————————————————————————
Η αίσθηση του ανήκειν
Σε γενικές γραμμές η έννοια της πατρίδας με απασχολούσε
πάντα. Συχνά -ίσως συχνότερα από ότι θα φανταζόμουν- νιώθω πως η τυχαιότητα της
γέννησής μου σε αυτόν τον τόπο και αυτόν τον χώρο δεν μπορεί να με αφορά πάρα
έμμεσα. Με λίγα λόγια νιώθω πως δεν ανήκω καν στον εαυτό μου, πως θα μπορούσα
να ανήκω σε μια ολότητα τόσο ετερόκλητη και διαφορετική από μένα. Άλλοτε όμως
το ότι γεννήθηκα στην Ελλάδα και κυρίως μιλάω και γράφω στα ελληνικά μοιάζει
πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μου, σχεδόν ο μισός εαυτός μου.
Οι ήρωες του Δημήτρη Νόλλα έχουν μια ξεκάθαρη ματιά σε αυτό
το θέμα που στην αρχή μού φάνηκε τελείως διαφορετική από τη δική μου μπερδεμένη
ψυχοσύνθεση. Στα διηγήματα της συλλογής με τον γενικό τίτλο «Στον τόπο», εκδ.
Ίκαρος, οι ήρωες μπορεί να τραβούν τα δικά τους πάθη, όμως σε γενικές γραμμές
ξέρουν που ανήκουν και για αυτό μπορούν να αφεθούν και στους άλλους. Η γραφή
του Νόλλα έχει μια καθαρότητα, χωρίς περιττές γιρλάντες και στολίδια. Αυτό
είναι ταυτόχρονα το απωθητικό και το τραβηχτικό για έναν άνθρωπο σαν κι εμένα.
Το βιβλίο του Δημήτρη Νόλλα είναι μικρό, 80 σελίδες όλες κι όλες,
όμως αφήνει μια αίσθηση κάθαρσης ιδιότροπη. Δεν είναι πως σε τόσο λίγες σελίδες
κατορθώνουν οι ιστορίες να ολοκληρωθούν -αυτό σπάνια συμβαίνει στα διηγήματα-,
είναι πως σε αυτά τα στιγμιότυπα της ζωής των ανθρώπων συντελείται μια αλλαγή.
Συμβαίνει αυτό που μέσα στη μοναξιά, στην κρίση ταυτότητας και σκοπού κάνει τον
καθένα να νιώσει πως ανήκει· έστω και στον εαυτό του.
Κατερίνα Μαλακατέ