Η Σώτη Τριανταφύλλου
μας ξεναγεί στη βιβλιοθήκη της
Οι παιδικές μου βιβλιοθήκες δεν υπάρχουν πια μετά από
μετακομίσεις, θανάτους και καινούργιες μετακομίσεις. Εξάλλου, το 1999 το σπίτι
μου κάηκε: τα περισσότερα βιβλία μου έγιναν στάχτη, ενώ μερικά καταστράφηκαν
από το νερό της Πυροσβεστικής. Ξανάρχισα σχεδόν από το μηδέν: αγόρασα πλήθος
βιβλίων αλλά όχι τα παιδικά αναγνώσματα – εκτός από ένα γαλλικό μυθιστόρημα που
είχε ελληνικό τίτλο “Το σπουργιτάκι” το οποίο βρήκα, τυχαία, σ’ ένα
παλαιοπωλείο εδώ στο Παρίσι. Ήταν από τα αγαπημένα μου αναγνώσματα. Όσο για τον
Αστερίξ, όπως πολλοί άνθρωποι της ηλικίας μου, τον ξέρω απ’ έξω. Ομοίως, τον
Λούκι Λουκ.
Εμείς οι μανιακοί της ευταξίας διατηρούμε ψυχαναγκαστικά
συστήματα. Θεματικές ενότητες, γλωσσικές ενότητες. Τα βιβλία πάντως δεν
πολλαπλασιάζονται: χαρίζω πολλά, χάνω μερικά… Διαβάζω όλο και λιγότερη
μυθοπλασία, όλο και περισσότερα δοκίμια. Έχω επιστρέψει σε μια παλιότερη εποχή
όπου δεν διάβαζα καθόλου μυθιστορήματα – υπήρξα για πολλά χρόνια σπουδάστρια
ιστορίας και ακολουθούσα τον δρόμο της ιστορίας. Κάμποσα βιβλία τα αφήνω πριν
από την 30ή σελίδα. Τα περισσότερα σύγχρονα γαλλικά μυθιστορήματα τα αφήνω στη
δεύτερη σελίδα.
Δεν βρομίζω τα βιβλία, τα προσέχω. Αλλά δεν είμαι από
εκείνους που δεν ανέχονται να τσακίζουν τη ράχη ή να σημειώνουν και να
υπογραμμίζουν. Χρησιμοποιώ ένα μολυβάκι. Και στα ηλεκτρονικά κείμενα δημιουργώ
ένα παράλληλο έγγραφο σημειώσεων. Αλλά, με το πέρασμα του χρόνου, γίνομαι όλο
και πιο χαζή. Όταν ανοίγω βιβλία που διάβασα σε ηλικία 14-15 ετών, οι
σημειώσεις στο περιθώριο με μικρά παιδικά γράμματα μαρτυρούν ότι η εξέλιξή μου
υπήρξε αμφίβολη. Ήξερα περισσότερα απ’ όσα ξέρω. Ακούγεται παραδοξολογία…
Πέντε βιβλία από τη βιβλιοθήκη μου: του Μορίς Μπλανσό, του
Κίρκεγκορ, του Τόμας Μπέρνχαρτ, του Επίκτητου, του Σελίν.
———————————————————————————————————————–
«Τα ορφανά» του Αύγουστου Κορτώ
Η Κασσάνδρα είναι Καρκίνος. Επάρατη
νόσος. Κατακλύζει το σώμα που γέννησε. Το γέννημα είναι Αιγόκερως. Δίχως τα
κέρατα – ήταν τα πρώτα που έπεσαν εξαιτίας της νόσου. Και έχουν σχέση καρμική.
Που θα πει σχέση εξάρτησης. Που θα πει ότι μόνη σωτηρία είναι ο θάνατος.
Κάποιος θάνατος.
Η Κασσάνδρα είναι ένα πολύ μικρό
κορίτσι. Που γεννάει ένα εξίσου μικρό αγόρι. Και τότε, ξαφνικά, γίνεται μεγάλη.
Γιατί έτσι πρέπει. Συχνά, βέβαια, το είναι της, το διχασμένο, δεν συγκρατείται
και αποκαλύπτεται. Η συναισθηματική ανωριμότητα λυγίζει τα γόνατα, χαμηλώνει,
κάθεται στο χαλί και παίζει με τα παιδικά παιχνίδια, θυμώνει παράλογα, ζηλεύει
παράλογα και κυρίως εξαρτάται, με τρόπο ζωτικό.
Η σχέση που αναπτύσσει η Κασσάνδρα
με το σπλάχνο της είναι μια σχέση που πατάει σε ψυχοπαθολογικό υπόβαθρο. Όλοι
οι ρόλοι της, οι πολλαπλές ταυτότητες που φέρει ως άνθρωπος, εξαντλούνται στη
σχέση της με τον γιο της, τον Πέτρο. Τα τσιγάρα που μοιράζεται η μάνα με τον
γιο, το δάγκωμα της σάρκας της καθηγήτριας που τον μαλώνει, το χαϊδολόγημα των
γεννητικών του οργάνων… όλες είναι εικόνες που στην πραγματικότητα μας σοκάρουν
μόνο και μόνο ακριβώς γιατί δεν μας αποκαλύπτουν την προβληματική ψυχολογία
ενός άλλου, παρά αναδεικνύουν εικόνες του δικού μας υποσυνειδήτου. Στιγμές
ντροπής και τρόμου που διαχειριστήκαμε, στιγμές ανοίκειες που τους αφεθήκαμε,
στιγμές άβολες που όλες εκείνες οι ψυχαναλυτικές “αηδίες” δεν μας επέτρεπαν να
τις απορρίπτουμε πια.
Στην Κασσάνδρα βρίσκουμε στοιχεία
από τον ψυχαναλυτικά αποδομημένο εαυτό μας. Δεν ανάβουμε μήπως στα χείλη ενός
παιδιού το τσιγάρο όταν παραπονιόμαστε, ας πούμε, για “τα καμώματα του πατέρα
του”; Έτσι που να γίνεται το παιδί ο
φίλος και ο προστάτης μας, εκείνος που θα διεκδικήσει το δίκιο μας, ή που,
άλλες φορές, θα ενδυθεί χίλια ψέματα, για να μας προστατέψει κάνοντας πως δεν
καταλαβαίνει. Γιατί κι ο Πέτρος, εδώ στα «Ορφανά», ξέρει ότι η μαμά πίνει.
Ξέρει ακόμα ότι η μαμά δεν έχει κανέναν για να βγει. Και προσποιείται πως δεν
ξέρει. Την προστατεύει. Προστατεύει την Κασσάνδρα από τη συντριπτική απογοήτευση
της αποτυχίας. Γιατί έτσι κάνουν τα παιδιά, προστατεύουν μπαίνοντας πρόθυμα στο
“θεατρικό” που τους στήνουμε. Και ας νομίζουμε συνήθως πως τα χειριζόμαστε, πως
εμείς είμαστε που τα προστατεύουμε με κατασκευές από μια σκληρή πραγματικότητα.
Έτσι, τους φορτώνουμε ρόλους που δεν τους ανήκουν, που δεν τους αρμόζουν,
ρόλους βαρείς κι ασήκωτους.
Γεωργία Μανάφη