Η Γεωργία Μανάφη γράφει για την ποιητική συλλογή της Αλεξάνδρας Μπακονίκα «Το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων», εκδ. Σαιξπηρικόν.
Στην ποίηση της Αλεξάνδρας Μπακονίκα ο ερωτισμός είναι διάχυτος. Ο έρωτας εμποτίζει τα πάντα, εντυπωσιακά αυτονόητα, τις πιο ανύποπτες στιγμές, με τον πιο ανύποπτο τρόπο. Δεν είναι όμως η ποίηση της Μπακονίκα ένας ύμνος στον έρωτα, ούτε καν παιάνας, άσμα πολεμικό. Δεν είναι ποίηση για ερωτευμένους, ας μου επιτραπεί. Η Μπακονίκα δεν καλλωπίζει και δεν εξιδανικεύει. Από την ποίησή της έχει εξοβελιστεί κάθε ίχνος λυρισμού. Με άλλα λόγια, όσα συμβαίνουν δεν είναι ιδωμένα μέσα από τον παραμορφωτικό φακό του ερωτευμένου. Δεν ξέρω πώς το καταφέρνει αυτό. Πιθανόν να γράφει σε απόσταση χρόνου και ασφαλείας από τα πράγματα. Και το λέω γιατί είναι γνωστό ότι πρόκειται για ποίηση αυτοβιογραφική. Και αυτό είναι άλλωστε που με έχει εντυπωσιάσει τρομερά στην ποίησή της, που αν όφειλα να την περιγράψω μονολεκτικά, θα τη χαρακτήριζα σαφώς γενναία, καθώς η ποιήτρια Μπακονίκα εκθέτει τη γυναίκα Αλεξάνδρα τόσο άμεσα, απροκάλυπτα και αμετακίνητα (σε όλες τις συλλογές της, χωρίς οπισθοχωρήσεις) που σου προκαλεί μονάχα θαυμασμό. Δεν προσπαθεί να αποκρύψει τα πάθη της, ούτε καν τα ψήγματα αυτοοικτιρμού που μας επιτρέπει η νιότη. Και το κάνει αυτό είτε μιλώντας απευθείας για τον εαυτό της είτε περιγράφοντας με κατανόηση τις αδυναμίες των άλλων.
Κι αυτή η αμεσότητα στην έκθεση αποτυπώνεται ακόμα και σε εκφραστικό επίπεδο: τολμηρή χρήση των λέξεων, παντελής έλλειψη επιτήδευσης. Καμία λέξη δεν εξορίζεται, όπως ακριβώς καμία όψη της ζωής δε μένει αθέατη στον άνθρωπο. Κι αυτό βέβαια είναι απαραίτητο, ή έστω αποτελεί αρετή, για μια ποίηση που θα τη χαρακτήριζε κανείς χωρίς δυσκολία ως καταγγελτική. Γιατί μέσα στο πλαίσιο του πολέμου που διαμείβεται ανάμεσα στα δύο φύλα, η Μπακονίκα αποκαλύπτει μάχες εντός της κοινωνικής πραγματικότητας που τα περιβάλλει και τα διαμορφώνει, στηλιτεύοντας πάντα χωρίς περιστροφές τις κακές συμπεριφορές ανεξαρτήτως φύλου: «Όπως και να τον χαρακτηρίσεις λερώνεσαι», αφοπλιστικός στίχος.
Καθαρές, ξεκάθαρες, διαπεραστικές εικόνες ανθρώπων που δεν καταπίνονται από τους χώρους, δεν πνίγονται στα αντικείμενα, δε μειονεκτούν μπροστά στις λέξεις. Μια εντυπωσιακή και οξύμωρη ηθική ηδυπάθεια ή και ελευθεριότητα ακόμη, μακριά από συντηρητισμούς και σοβαροφάνειες. Μια γυναίκα που σου επιβάλλει να τη φαντασιωθείς και δε σου επιτρέπει να χαριεντιστείς μαζί της. Αυτή είναι λοιπόν για μένα, μέσα σε τρεις περιόδους, η ποίηση της Αλεξάνδρας Μπακονίκα.
Ο Γιάννης Φλυτζάνης γράφει για τον «Μονόδρομο» και «Τα Παιδικά Χρόνια Στο Βερολίνο» του Βάλτερ Μπένγιαμιν.
Σεπτέμβριος του 1940. Ο εβραίος διανοούμενος Βάλτερ Μπένγιαμιν πλησιάζει στα γαλλο-ισπανικά σύνορα. Βρίσκεται σε κατάσταση πλήρους ένδειας, ενώ οι χιτλερικοί, που του έχουν αφαιρέσει τη γερμανική υπηκοότητα, προελαύνουν. Ο κλοιός γύρω του όλο και στενεύει. Μόνη του διέξοδος να περάσει στην ισπανική επικράτεια και από εκεί να διαφύγει στις ΗΠΑ. Μια είδηση όμως τον παγώνει. Η κυβέρνηση του Φράνκο δεν πρόκειται να του επιτρέψει το ταξίδι στην Αμερική. Απελπισμένος και για να αποφύγει την παράδοση στους ναζί αποφασίζει να δώσει τέλος στη ζωή του. Είναι μόλις σαράντα οκτώ ετών.
Από τα γραπτά του, ιδιαίτερο λογοτεχνικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο μικροί τόμοι που έχουν εκδοθεί στη χώρα μας από τις εκδόσεις Άγρα: ο Μονόδρομος και Τα Παιδικά Χρόνια Στο Βερολίνο. Το πρώτο έργο είναι ένα παλίμψηστο όπου συγκεντρώνονται σκόρπια και φαινομενικά αδιάφορα ερεθίσματα της πόλης: η θέα ενός πρατηρίου καυσίμων, ένα γιαπί, μνημεία, πινακίδες που υποδεικνύουν συμπεριφορές. Όλα τα παραπάνω αποτελούν αφορμές ενός ευρύτερου στοχασμού που ενίοτε παίρνει και τη μορφή της ποίησης ή του αφορισμού. Τα Παιδικά Χρόνια αποτελούν με τη σειρά τους μια προσπάθεια ανασύνθεσης της παιδικής ηλικίας του συγγραφέα στο Βερολίνο των αρχών του εικοστού αιώνα. Με όπλο του την ανάμνηση ο Μπένγιαμιν επικεντρώνεται σε κάθε κεφάλαιο και σε ένα διαφορετικό θέμα που είχε αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία στα παιδικά του μάτια: τα χειμωνιάτικα πρωινά, οι σκεπαστές αγορές, το καρουσέλ, η σχολική βιβλιοθήκη. Και στα δύο κείμενα το τετριμμένο αποκτά ιδιαίτερη σημασία και γίνεται ο οδηγός μας ώστε είτε να κατανοήσουμε καλύτερα την αστική ζωή είτε να περιηγηθούμε στην παιδική ηλικία.