Η ταινία Blue Velvet του 1986, η οποία έχει καταστεί cult κλασική, θεωρείται το πρώτο φιλμ στο έργο του David Lynch που επιβεβαιώνει πλήρως τα χαρακτηριστικά και τα θέματα που καθιέρωσαν τον σκηνοθέτη ως έναν από τους σημαντικότερους δημιουργούς του σύγχρονου σινεμά, αποσπώντας και την πρώτη του Υποψηφιότητα για Όσκαρ Σκηνοθεσίας. Στην ταινία αυτή, οι εικαστικοί και αφηγηματικοί μηχανισμοί που θα γίνουν χαρακτηριστικοί για το έργο του Lynch -όπως η ιδανική εξωτερική πραγματικότητα που κρύβει μια σκοτεινή, διεστραμμένη αλήθεια- αποκαλύπτονται για πρώτη φορά με τόσο έντονο και διακριτό τρόπο.
Η ταινία διαδραματίζεται στην ειδυλλιακή μικρή πόλη του Lumberton, στη Βόρεια Καρολίνα, που αντικατοπτρίζει την αμερικανική, μεταπολεμική ευημερία και την εικόνα του «ρομαντικού» ραγισμένου αμερικανικού ονείρου, όπως το είχε προβάλλει ο Ρόναλντ Ρίγκαν. Εδώ, οι εικόνες της αποικιακής αμερικανικής εξοχής με τα περιφραγμένα σπίτια και τους καταπράσινους κήπους συνδυάζονται με μια νοσταλγική μουσική επένδυση από τον Angelo Badalamenti, η οποία ενισχύεται από τις κλασικές μουσικές του Blue Velvet του Bobby Vinton και του In Dreams του Roy Orbison. Αυτή η αίσθηση της νοσταλγίας δημιουργεί την ψευδαίσθηση μιας «ιδανικής» κοινωνίας, η οποία, όπως αποδεικνύεται γρήγορα, κρύβει μια σκοτεινή και επικίνδυνη πραγματικότητα κάτω από την επιφάνεια.
Ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ο νεαρός Jeffrey Beaumont (Kyle McLachlan), βρίσκει ένα ανθρώπινο αυτί σε ένα χωράφι και ξεκινά μια ανεξάρτητη έρευνα με τη βοήθεια της κόρης του τοπικού αστυνόμου, Sandy Williams (Laura Dern). Η ανακάλυψη αυτή οδηγεί τον Jeffrey σε έναν κόσμο γεμάτο βία, σεξουαλικότητα και ψυχική διαταραχή, όταν συνδέεται με την τραγική τραγουδίστρια νυχτερινού κλαμπ Dorothy Valens (Isabella Rossellini) και τον ψυχοπαθή εγκληματία Frank Booth (Dennis Hopper). Το φαινομενικά αθώο εφηβικό ενδιαφέρον για την παρακολούθηση του διαμερίσματος της Valens εξελίσσεται σε έναν παθολογικό κύκλο αδυναμίας, σεξουαλικής εμμονής και βίας, ενώ ο Booth αποδεικνύεται ένας αμφίδρομος χαρακτήρας, που εναλλάσσεται μεταξύ του υποτακτικού γιου και του βίαιου πατέρα.
Η ερμηνεία του Dennis Hopper ως Frank Booth είναι ίσως η πιο ακραία και ενοχλητική στην καριέρα του (Απέσπασε πλήθος βραβείων και Υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα), με τον χαρακτήρα του να υπερβαίνει τα όρια της καλής γεύσης και να αναπτύσσει μια ανεξίτηλη παρουσία, που συνδυάζει την παραφροσύνη με την παλιά αμερικανική σχολή κακών. Από την άλλη, η Isabella Rossellini ως Dorothy Valens αποδίδει με εξαιρετική ένταση την τραγικότητα της ηρωίδας της, επιδεικνύοντας την υποβόσκουσα, σκοτεινή ομορφιά που χαρακτηρίζει τα θέματα του Lynch.
Το φιλμ ακολουθεί την πλοκή ενός ήρωα που σταδιακά βυθίζεται στο σκοτάδι, με την ταινία να καθιστά σαφή τη διαφορά μεταξύ του κόσμου της φαινομενικής αρμονίας και του φρικιαστικού σκοταδιού που κρύβει κάτω από την επιφάνεια. Στο τέλος της ταινίας, η προφητική εικόνα του Sandy για τα ροδινά πουλιά που καταναλώνουν τα έντομα στον κόσμο, υπογραμμίζει την αλληγορία του αγώνα του φωτός κατά του σκότους. Αυτό το μοτίβο της αντίθεσης φωτός και σκότους, που αρχίζει με το χαρακτηριστικό ζουμ της κάμερας από τον καταπράσινο κήπο προς τις αποικίες των εντόμων, γίνεται κεντρικό για την κατανόηση της θεματικής της ταινίας.
Το Blue Velvet είναι ουσιαστικά η ταινία που καλλιεργεί τα θεμέλια του Lynchian κόσμου, ο οποίος είχε ξεκινήσει με το Eraserhead (1977), και προχωρά σε ένα πιο προσιτό και ρεαλιστικό αλλά ταυτόχρονα σκοτεινό και βίαιο ταξίδι εξερεύνησης της αμερικανικής κοινωνίας. Η ταινία δεν είναι μόνο μια αποδόμηση του αμερικανικού ονείρου, αλλά και μια ανατομία των ανθρώπινων επιθυμιών και των δεινών που προκύπτουν όταν τα όρια μεταξύ του καλού και του κακού θολώνουν. Οι μετέπειτα δημιουργίες του Lynch, όπως τα: Twin Peaks, Wild at Heart, Lost Highway και Mulholland Drive, συνεχίζουν και εμπλουτίζουν αυτή την θεματολογία, καθιστώντας το Blue Velvet το θεμελιακό έργο για οποιονδήποτε επιθυμεί να κατανοήσει το σινεμά του Lynch.