Η Camille Claudel του
έτους 1915. Ο σκηνοθέτης παρουσιάζει με την δική του ελευθερία την ιστορία της
καλλιτέχνιδας της Belle Έpoque έπειτα από
τα χρόνια στο Παρίσι και τον έρωτα της με τον Rodin και
εστιάζει στα πρώτα χρόνια της ως έγκλειστη σε φρενοκομείο στις αρχές του Α
Παγκόσμιου Πολέμου στην Avignon.
Όμως δεν χρειάζεται να γνωρίζει κάποιος την ιστορία της για να παρακολουθήσει
την ταινία. Το παρελθόν της υποννοείται σε κάθε στιγμή της και έρχεται σε πλήρη
αντίθεση με το παρόν.
Μια έκπτωτη Βασίλλισα σε ένα
τόπο όπου κανείς δεν μιλάει την γλώσσα της. Μια διάνοια, μια καλλιτέχνης
καταδικασμένη να ζεί στο αντίθετο της, σε ένα τόπο όπου δεν υπάρχει δημιουργία,
δεν υπάρχει τέχνη, δεν υπάρχουν άνθρωποι για αυτήν. Καταδικασμένη στην σιωπή. Φλερτάρει με την
παράνοια και με την παραίτηση. Είναι η ταιριαστή τιμωρία ενός ελεύθερου
πνεύματος. Είναι αβίωτο για αυτήν που άγγιξε τα μακρινά δημιουργικά όρια του
ανθρώπινου μυαλού, μέσω της τέχνης.
Η μονοτονία δεσπόζει στις
εικόνες. Το τοπίο είναι σκληρό και άγονο, χλωμό, με ψυχρούς ανθρώπους. Είναι ξεκάθαρο πως το περιβάλλον δεν της ταιριάζει, την
διαφθείρει, το ταραγμένο πνεύμα της κλονίζεται, βιάζεται από την μονοτονία και
η ζωή τώρα κυλάει αργά και απελπιστικά έξω από της φλέβες της. Και το παρελθόν
της πλαννάται σε κάθε σκηνή. Είναι το τελευταίο που έχει και κρατιέται σφιχτά
από πάνω του.
Και η Jouliette Binoche είναι υπέροχη. Στο
πρόσωπο της χαράζεται τέλεια η τσακισμένη
ομορφια, η χτυπημένη υπερηφάνεια ενός ανθρώπου – δημιουργού
καταδικασμένου να ζει μακριά από τα πάντα σε ένα κόσμο περιτριγυρισμένο από
μονοτονία, σκοτάδι, κρύο και τρέλλα. Η ταιριαστή τιμωρία ενός ελέυθερου
πνεύματος.
Θεωρώ η ταινία υπερβαίνει την ιστορία της Camille που
λειτουργεί ως αφορμή για να ζωγραφιστεί ένα χλωμό τοπίο μονοτονίας και τρέλας
που ορίζεται ως φυσικό και αναγκαίο και η αργή προσαρμογή ενός λαμπρού μυαλού,
ενός έντονου πνεύματος, ενός ανθρώπου σε αυτήν την καταστροφή. Μια κατάσταση
που θυμίζει ένα σκληρό, επίκαιρο παρόν.