Καμιά φορά, αναρωτιέμαι, τι
σημαίνει η ερώτηση «βιβλία για το καλοκαίρι»· ξενερώνω με τις κατηγοριοποιήσεις
αυτού του είδους ― καταρχήν πάντα· μετά, σκέφτομαι τον χαμένο χρόνο των υπόλοιπων
εποχών· μου τον ξεχνάω, γιατί ο χρόνος για διάβασμα είναι χρόνος που
εφευρίσκεις, όχι χρόνος που συμβαίνει ως πράγμα αυθύπαρκτο· μετά, λέω, δεν
πειράζει, το καλοκαίρι είναι μια εποχή κι αυτή· οι κατηγοριοποιήσεις μάς
βοηθούν να συνεννοούμαστε· διαφωνώ πάλι με τον εαυτό μου· όπως πάντα· δεν έχω
να προτείνω «βιβλία για το καλοκαίρι»· έχω όμως μια ντάνα αδιάβαστα, που θέλω
να τη διαβάσω το συντομότερο· και το συντομότερο, εν προκειμένω, είναι μες στο
καλοκαίρι· θα μπορούσε να έχει τίτλο αυτό το κείμενο «βιβλία για μια εποχή που
τυχαίνει να είναι καλοκαίρι»· ας είναι ―
Η ντάνα έχει πάνω πάνω το
«Κύριε Διοικητά» του Ρομέν Σλοκόμπ (μτφρ. Έφη Κορομηλά, εκδ. Πόλις)· θα
μπορούσα τώρα ν’ αρχίσω την απεραντολογία για τη σημασία τέτοιων κειμένων· για
το πόσο σπουδαίο είναι να διαβάζει κανείς περί του ναζισμού ― στη Γαλλία, εν
προκειμένω· για το πόσο έξοχα οι συγγραφείς μπορούν (μάλιστα, μπορούν) να
βάζουν στο μπλέντερ το ανθρώπινο με το απάνθρωπο και να δημιουργείται ένα
αποτέλεσμα που γεφυρώνει τις δύο όχθες της απόλαυσης: την αισθητική με τη
γνωστική· όχι όμως· εξ όσων υποψιάζομαι, το «Κύριε Διοικητά» είναι το (επιστολικό)
μυθιστόρημα εκείνο που είναι ακριβώς αυτό: εκείνο το μυθιστόρημα ―
Από κάτω, υπάρχουν οι
«Κραδασμοί» του Τζόναθαν Φράνζεν (μτφρ. Γ.-Ί. Μπαμπασάκης, εκδ. Ψυχογιός)· και
μόνο στο άκουσμα του ονόματος του συγγραφέα, θα μπορούσε να ταραχτεί όλη η
άμμος της Χαλκιδικής· και καλά θα έκανε· ένα μυθιστόρημα για το πώς ο
μικρόκοσμος της οικογένειας κραδαίνεται από το μεγάκοσμο της κοινωνίας (society, there’s no such thing) και
τανάπαλιν· το μαγικό μυαλό του Φράνζεν δεν χαρίζεται εύκολα σε ομάδες,
ομαδούλες και ομαδάρες της αμερικανικής κοινωνίας· και σε κάνει, ως συνήθως, να
ξεχνάς το «αμερικανικές» ―
Τα «Πορφυρά πανιά» του Αλεξάντρ
Γκριν (μτφρ. Ιοκάστη Καμμένου, εκδ. Κίχλη) θα με αρπάξουν, υποψιάζομαι, από το
γιακά και θα με αποσπάσουν από τον «εδώ» κόσμο· καλή η παραμύθα, γενικά, αλλά
το παραμύθι και οι συμβολισμοί είναι καταγεγραμμένα στο DNAμας· σιγά τ’
αυγά, το ξέρω, αλλά γιά φανταστείτε λίγο να έχει έξω τόσο φως ή αυτές τις
νύχτες ―όλοι ξέρουμε ποιες― κι εμείς να έχουμε μπροστά μας λέξεις που μπορούν
λογοτεχνικά ν’ αγκαλιάσουν τα εξωμέσα μας· αν βάλει κανείς μαζί τη ρωσική
αισθαντικότητα με τον αδυσώπητο κυνισμό, τότε μάλλον η νουβέλα του Γκριν θα
κουβαλιέται, πέρα απ’ το καλοκαίρι, και το φθινόπωρο, τον χειμώνα, την άνοιξη
και πάλι το καλοκαίρι ―
Η «Γυναίκα με ποδήλατο» του
Νικόλα Σεβαστάκη (εκδ. Πόλις) είναι, λέγεται, η αποκάλυψη της εποχής· μου έφερε
στο μυαλό το «γυναίκα δίχως άντρα, ψάρι χωρίς ποδήλατο», αλλά αυτό είναι
αλλουνού παπά ευαγγέλιο· η γλώσσα του, το στήσιμο των διηγημάτων, η θεματική, η
συνολικά έξοχη συγγραφική ικανότητά του οδηγούν σε ένα αποτέλεσμα, όπου ανθρωπινότητα
εμφανίζεται σαν κόρη οφθαλμού ― με την κυριολεκτική έννοια όμως· η κόρη ενός
ματιού-πατέρα, που δεν ορά τα πάντα, αλλά, μεγεθύνοντας, κατασκευάζει ένα
σύμπαν· το σύμπαν αυτό, ακούω ένθεν κακείθεν, δρομολογεί έναν εξαίσιο
απολογισμό: αυτόν που σε κάνει να ξεχνιέσαι, αλλά να μην ξεχνάς· που σε κάνει
να καταλαβαίνεις τον κόσμο γύρω σου αλλιώς· αγάπα τον, αν τολμάς ―
Λίγο πιο κάτω, η ντάνα μού
εμφανίζει την «Όξινη βροχή» της Μαρίας Πάουελ (εκδ. Κέδρος)· τα μυθιστορήματα
που έχουν μέσα τους την Αθήνα με τραβούν απ’ το μανίκι· μου αρέσουν και τα
μυθιστορήματα που ενώνουν αστικές μοναξιές· όπως κι εκείνα που βλέπουν το χρόνο
σαν μια κλωστή που πλέκεται, αλλά δεν μπλέκει· η Μαρία Πάουελ είναι «συγγραφέας
στη σκιά»· θα τη βγάλω στο καλοκαιρινό φως, μόνο και μόνο για να ξαναφανεί
μπροστά μου η αγάπη που ’χω για την Αθήνα, τη γλώσσα και το άτομο (ξανά: society, there’snosuchthing) ―
Θα επιστρέψω, αναγνωστικά, στη
Μάρω Δούκα («Έλα να πούμε ψέματα», εκδ. Πατάκη)· η Δούκα είναι η πεμπτουσία της
γλώσσας· ακόμη κι αν σε βάζει σε μονοπάτια που δεν μπορείς ν’ ακολουθήσεις, ο
τρόπος που γράφει σε κάνει να πετάς πάνω από τις λέξεις της· πάνω από την
εξέλιξη της Ιστορίας· και τη βλέπεις αλλιώς (την Ιστορία)· στις τόσες της
σελίδες, η Δούκα δέχεται τον κόσμο ως έχει, αλλά τον εξηγεί γιατί έτσι έχει
ταχθεί να κάνει· και η εξήγηση, καθ’ όλη τη διάρκεια της Ιστορίας και της
ιστορίας (της Δούκα), δεν είναι μια απλή μυθιστορηματική καταγραφή, όσο εξαίσια
κι αν είναι· είναι η απογειωμένη αίσθηση του συλλογικού φαντασιακού στον ουρανό
της εξατομικευμένης επιθυμίας· αυτό είναι ο άνθρωπος ―
Θα συνεχίσω να διαβάζω το http://breathe-in-the-words.blogspot.gr,
κι ας μην ανανεώνεται πια· κι ας μην είναι εκείνος πια εδώ· η αιώνια
επικαιρότητα της συντριπτικής απώλειας δεν έχει να κάνει με τη διαχρονική
παρουσία της ομορφιάς· κι ήταν όμορφος· και θα ’ναι ―
*Ο Δ.Α. είναι conceptdeveloper, επιμελητής κειμένων και μεταφραστής· συνιδρυτής της
δημιουργικής ομάδας medianeras.gr(concepts/curating/communication) και μανιώδης ερασιτέχνης φωτογράφος· μένει στην Αθήνα
και ακούει περισσότερη μουσική απ’ όση του αναλογεί· έχει εκδώσει και δύο
βιβλία με ποιήματα, ένα το 2009 κι ένα το 2012 ―