Σκηνοθεσία: Axel Petersén και Måns Månsson
Παίζουν: Léonore Ekstrand, Christer Levin (Lex), Christian Saldert (Chris), Olof Rhodin (Mickey), Carl Johan Merner (Carl Serum), Don Bennechi (Don)
Μετά το Avalon που τον ανέδειξε στο νέο, φρέσκο αστέρι του Σουηδικού σινεμά το 2011, ο Axel Petersen επιστρέφει στην Berlinale, αυτήν την φορά στο διαγωνιστικό, παρουσιάζοντας το νέο του κοινωνικό δράμα: Toppen av ingenting (The Real Estate). Πρόκειται για την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του καλλιτέχνη / σκηνοθέτη, η οποία αυτή την φορά είναι προϊόν συνεργασίας με τον, επίσης καλλιτέχνη – κινηματογραφιστή, Måns Månsson. Οι δύο τους ενώνουν τις δυνάμεις τους για να μας παρουσιάσουν ένα αρκετά ενδόμυχο πορτραίτο αυτού που αποκαλούνε πραγματική Σουηδία.
Η Nojet επιστρέφει στην Στοκχόλμη μετά τον θάνατο του πατέρα της, ο οποίος της κληροδοτεί ένα μεγάλο κτίριο στο κέντρο της πόλης. H Nojet έχει να αντιμετωπίσει τον πόλεμο του αδερφού της, καθώς επίσης διεκδικεί την κληρονομιά, το χάος της διαχείρισης ενός κτιρίου με άλυτα προβλήματα, αλλά και τον εαυτό της καθώς προσπαθεί πάνω απ'όλα να παραμείνει ελεύθερη.
Η ερμηνεία της Léonore Ekstrand, ως την καλομαθημένη Ισπανο-Σουηδή Nojet, είναι ανατριχιαστική. Οι σκηνοθέτες καταφέρνουν με αρκετή μαεστρία να αποδώσουν ένα ολοκληρωμένο πορτραίτο ενός αντιήρωα – της σκληρής ιδιοκτήτριας που επιθυμεί μόνο το συμφέρον της, μην υπολογίζοντας τους ενοίκους του κτιρίου που έχει κληρονομήσει, αλλά που ταυτόχρονα είναι θύμα μίας φουρτούνας που πρέπει να αντιμετωπίσει με ψευτοσυμβόλαια ενοίκων, απουσία συμβολαίων και υπενοικίαση στην υπενοικίαση, για την οποία είναι υπεύθυνος ο αδερφός της και ο γιος του, οι οποίοι έχουν κερδοσκοπήσει εις βάρος της οικογένειας, του κράτους και της κληρονομιάς.
Το έργο αντικατοπτρίζει και καταφέρνει να κάνει έναν εύστοχο σχολιασμό για την στεγαστική κρίση που κλιμακώνεται στην Σουηδία από την δεκαετία του 90'. Οι σκηνοθέτες μέσα από πολύπλοκους χαρακτήρες και συγκρουόμενα ατομικά συμφέροντα, επιθυμούν να κάνουν μία καταγγελία ξεσκεπάζοντας ένα σάπιο σύστημα και αποδίδοντας πολύ διακριτικά κρατικές ευθύνες σε ένα προσωπικό δράμα. Κάπου στην μέση μεταξύ της κερδοσκοπίας και του προσωπικού συμφέροντος όμως, υπάρχει μία περίεργη ηθική υπόσταση και προβληματισμού πίσω από τον οποίο οι κερδοσκόποι κρύβονται: Παρέχουν στέγη σε κόσμο που την χρειάζεται, κάτι δύσκολο και πολύπλοκο να επιτευχθεί για πόλεις, όπως η Στοκχόλμη και ειδικά με νόμιμο τρόπο.
Παρότι το έργο διακρίνεται από ειλικρίνεια, κοινωνικό σχολιασμό αλλά κυρίως έναν εξαιρετικό πρωταγωνιστικό χαρακτήρα και πραγματικές συγκρούσεις, χάνει σε ταύτιση και δεν μπορεί πραγματικά να σε καθηλώσει, λόγω έλλειψης ουσιαστικής εξέλιξης των χαρακτήρων που μένουν κατ'ουσίαν στάσιμοι στην εξέλιξη του δράματος και απλά οξύνονται. Τα διαρκή κοντινά ως στυλιστική επιλογή, επίσης δεν βοηθούν στο να ακολουθεί κανείς την ταινία και συχνά αποπροσανατολίζουν από την δράση, παράγοντας μία αίσθηση επίπεδη.
Στο τέλος δεν υπάρχουν πραγματικά θύτες και θύματα. Υπάρχει η επιβίωση, η οποία γίνεται αδύνατη υπό τους κανόνες του παιχνιδιού. Αυτό στην οικογένεια δημιουργεί μία ρήξη τεράστιων διαστάσεων δημιουργώντας μία ψυχολογία τύπου dog-eat-dog. Κυριότερη δύναμη της ταινίας μακράν είναι ο χαρακτήρας της Nojet, ο οποίος είναι ανθρώπινος, τολμηρός, ειλικρινής. Είναι σπάνιο και αναζωογονητικό να βλέπουμε μία ηλικιωμένη γυναίκα που ερωτεύεται, κάνει έρωτα, είναι επιπόλαιη και ανεύθυνη, ανήθικη, πρακτική, παράλογη και εγωίστρια. Ένα μικρό κορίτσι στο σώμα μίας ηλικιωμένης. Μία γυναίκα που βρίσκεται σε κρίση και οδηγείται στην απελπισία. Ξένη στην Ισπανία, ξένη και στην Σουηδία με την οικογενειακή της παρακαταθήκη να την πνίγει καθώς αναζητά τον εαυτό της, υπό τους ήχους της μουσικής του Wim Mertens, που τραγουδάει μελωδίες σε μία γλώσσα που δεν υπάρχει.
Συνολικά το The Real Estate αποτελεί μάλλον από τις πιο δυνατές επιλογές ενός προβληματικού διαγωνιστικού και παρότι μακράν απέχει από αριστούργημα, κατέχει κάτι που από την πλειοψηφία του φετινού προγράμματος λείπει: Ψυχή.