Οι Πολύπλοκες Αποχρώσεις της Πολιτικής Ταινίας
Διαγωνιστικό/ Εκτός Συναγωνισμού
Σκηνοθεσία José Padilha
Παίζουν: Rosamund Pike, Daniel Brühl, Eddie Marsan, Lior Ashkenazi, Denis Menochet, Ben Schnetzer, Angel Bonanni, Juan Pablo Raba, Nonso Anozie
Αθήνα 1976. Δύο Γερμανοί και δύο Παλαιστίνιοι επιβιβάζονται σε ένα αεροπλάνο της Air France με προορισμό το Παρίσι. Καθώς το αεροπλάνο έχει ξεκινήσει την πορεία του, οι πρωταγωνιστές σηκώνονται από τις θέσεις τους και με όπλα στο χέρι πραγματοποιούν αεροπειρατεία. Πρόκειται για τα μέλη του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και της γερμανικής οργάνωσης Baader Mainhof. Σκοπός τους να προσγειώσουν το αεροσκάφος στην Entebbe της Ουγκάντα, όπου κρατώντας τους επιβάτες ομήρους, θα διαπραγματευτούν με την Ισραηλινή κυβέρνηση την απελευθέρωση σαράντα φυλακισμένων Παλαιστινίων από τις Ισραηλινές φυλακές. Σαράντα-δύο χρόνια μετά τα δραματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα εκείνες τις εφτά ημέρες στην Entebbe, ο Βραζιλιάνος βραβευμένος με την Χρυσή Άρκτο 2008 για το Elite Squad José Padilha, χρησιμοποιεί το ιστορικό γεγονός για να δώσει μία απάντηση στα πολιτικά θρίλερ που έχουν επιχειρήσει να παρουσιάσουν τα γεγονότα στο παρελθόν, υπό μία μάλλον φιλο-Ισραηλινή σκοπιά. Αυτήν την φορά πρωταγωνιστές δεν είναι οι κατά πλειοψηφία Ισραηλινοί όμηροι, οι στρατιώτες που επενέβησαν ή η κυβέρνηση του Ισραήλ, αλλά οι τρομοκράτες και το αποτέλεσμα είναι σίγουρα κάτι που σου κερδίζει την προσοχή αλλά και πιθανόν διχάζει με τον τρόπο που παρουσιάζεται. Αντιστρέφοντας τα δεδομένα, το έργο αρχικά παίρνει μία φανερά υποστηρικτική θέση απέναντι στην μάχη της Παλαιστίνης, αλλά και τις δράσεις της οργάνωσης της Baader Meinhof με φανερή τόλμη για ένα έργο του προϋπολογισμού του.
Εκ πρώτης όψεως, τo Εφτά Μέρες στο Entebbe, χαρακτηρίζεται από άψογη τεχνική, δυνατή διεύθυνση φωτογραφίας, φρέσκια σκηνοθεσία και ρυθμό, δυνατές ερμηνείες, καλοστημένο σενάριο και κυρίως, μία ευαισθητοποιημένη και ισορροπημένη ματιά πάνω σε ένα πολύ ευαίσθητο, πολύπλοκο και επίπονο ζήτημα: τη σύγκρουση Ισραήλ – Παλαιστίνης. Ο Padilha τοποθετεί τους βασικούς πρωταγωνιστές της υπόθεσης στην σκακιέρα του και επιχειρεί να κρατήσει τις ισορροπίες και να τους υποστηρίξει όλους, βάζοντας σε προτεραιότητα τον διάλογο.
Η προφανής υποστήριξη προς την Baader Meinhof στην προκειμένη, ξεκινάει από την ιστορία της οργάνωσης. Παρότι στον δυτικό τύπο έχει απεικονιστεί η Baader Meinhof ως μία τρομοκρατική και αδίστακτη ακροαριστερή οργάνωση, στην Γερμανία αλλά και σε πολλά μέρη της Ευρώπης, η οργάνωση είχε μία πρωτοφανή ακολουθία και ευρεία συμμετοχή από την κοινωνία για τον ισχυρό, συχνά αιματηρό αντιναζιστικό της αγώνα. Με λίγα λόγια, η Baader Meinhof έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να διαμορφωθεί η ιδέα της Γερμανικής Ενοχής, το μεγάλο γερμανικό μεταπολεμικό τραύμα του Ολοκαυτώματος. Ένα θέμα που βρίσκεται στα πρωτεύοντα στοιχεία της ταινίας και των πρωταγωνιστών της. Η αναφορά δε της Γερμανίας ως υποκινητή της θέσης και των δράσεων του Ισραήλ απέναντι στην Παλαιστίνη, μέσω της Γερμανικής Ενοχής αλλά και της τραυματικής επιρροής της στον Εβραϊκό πληθυσμό, είναι μία δυναμική κατηγορία, παρότι υπό ένα καχύποπτο μάτι, θα μπορούσε επίσης να ληφθεί από πολλούς ως ένα ξέπλυμα της ευθύνης του Ισραήλ πίσω από την ενοχή της Γερμανίας. Παρόλα αυτά, οι δυναμικές αυτές σπάνια παρουσιάζονται τόσο σθεναρά και τολμηρά και είναι δύσκολο να αποφευχθούν. Προφανώς το Ολοκαύτωμα δεν τελείωσε το '45.
Οι πρωταγωνιστές μας κατ'ουσίαν είναι τέσσερις: οι δύο Γερμανοί αεροπειρατές της Baader Meinhof: Brigitte Kuhlmann (υπό την ερμηνεία της Rosamund Pike) και Wilfried Böse (υπό την ερμηνεία του Daniel Brühl), απέναντι από το δίδυμο του Πρωθυπουργού του Ισραήλ Yitzhak Rabin (Lior Ashkenazi) και Υπουργού Αμύνης του Ισραήλ Shimon Peres (Eddie Marsan).
Αυτές οι δυναμικές ενοχής και ευθύνης στους πρωταγωνιστές της Meinhof παίζουν ισχυρά και φανερώνουν την πολυπλοκότητα της κατάστασης. – Στο μυαλό τους είναι αριστεροί ήρωες, στην ματιά των Ισραηλινών ομήρων είναι ναζί. Αποτελεί αυτό μία σύγκρουση ενδιαφέρουσα και δυναμική που όμως ρισκάρει με πολύ διακριτικό και ύπουλο τρόπο να καταλάβει το βασικό μας πρόβλημα που είναι η κόντρα ανάμεσα σε Ισραήλ και Παλαιστίνη. Αυτό γίνεται προβληματικό διότι όχι μόνο αφήνονται υπόνοιες που εξισώνουν τη συγκεκριμένη αεροπειρατεία με τις φρίκες του Ολοκαυτώματος, αλλά το σημαντικότερο στοιχείο ίσως είναι ότι η Παλαιστίνη που θα έπρεπε να βρίσκεται στην πρώτη θέση, στο τέλος λειτουργεί σαν διακοσμητικό στοιχείο για το προσωπικό δράμα των, συναρπαστικών μεν, πλειοψηφικά λευκών δε, πρωταγωνιστών μας.
Για κάτι που ουσιαστικά αποτελεί δικό τους αγώνα, η πλευρά των Παλαιστινίων διακρίνεται από μία σιωπή. Την ιδεολογική και πολιτική εκπροσώπηση τους σε έναν ισχυρό βαθμό την αναλαμβάνουν τα μέλη της Mainhof. Οι Παλαιστίνιοι, δεν έχουν χαρακτήρες, έχουν μονολόγους. Έναν, καλό μονόλογο, σημαντικό, αλλά στο υποσυνείδητο μας μένει το σύνολο τους να βρίσκεται στο βάθος της αίθουσας, λειτουργώντας κατά πλειοψηφία ως αγροίκοι. Αγροίκοι που δεν ακολουθούν το σχέδιο. Τρομοκράτες – οι πραγματικοί τρομοκράτες, έναντι των ευγενών τρομοκρατών της Baader Meinhof που έχουν ιδεώδη, που είναι αφελείς και σύμφωνα με το έργο δεν έχουν σκοτώσει ποτέ κανέναν.
Δημιουργείται έτσι μία υποχθόνια αίσθηση ιδεολόγων λευκών έναντι καθαρών τρομοκρατών, απλοϊκών έγχρωμων, είτε μιλάμε για τους Παλαιστινίους, είτε για τους Ουγκαντανούς. Ο μόνος Παλαιστίνιος χαρακτήρας με τον οποίο μπορούμε να ταυτιστούμε εμφανίζεται συνολικά σε δύο σκηνές. Συνεπώς ο ωραίος και στοχευμένος μονόλογος του λίγο πριν το τέλος, λειτουργεί σχεδόν απολογητικά στο υποσυνείδητο, σαν να έρχεται από το στόμα ενός αντιήρωα και όχι ενός ήρωα. Σε δεύτερο σκέλος, η απεικόνιση της Ουγκάντα είναι σχεδόν ντροπιαστική. Ο περιβόητος δικτάτορας Idi Amin, αποτελεί μία απίστευτη καρικατούρα, όπως ακριβώς θα φανταζόταν έναν Αφρικανό δικτάτορα κάποιος που θέλει να σκηνοθετήσει το Indiana Jones. Και αν έχει μείνει στην ιστορία ως φαντασμένος, επικίνδυνος και τρελός – ο Amin δολοφόνησε εκατοντάδες Κενυάτες στην Ουγκάντα αφότου η Κένυα συνεργάστηκε με το Ισραήλ για την απελευθέρωση των ομήρων, είναι δύσκολο να αποδεχθούμε την τραγική ηλιθιότητα που τον χαρακτηρίζει, μετατρέποντας τον σε πιόνι των Ισραηλινών και Παλαιστινίων αντιστοίχως στην ταινία. Όταν το Ισραήλ από όλη αυτήν την διαδικασία έχασε σύνολο τέσσερα άτομα ενώ η Ουγκάντα είκοσι, όταν όλο το εγχείρημα λαμβάνει χώρα στο έδαφος της Ουγκάντα και είναι σημαντικός παίχτης στις διαπραγματεύσεις, το να την απεικονίζεις ως τον ηλίθιο της υπόθεσης μεταξύ των μεγάλων παιχνιδιών που κάνουν οι λευκοί μεταξύ τους, αγγίζει όρια ρατσιστικά.
Τέλος, έχουμε την απεικόνιση του τέταρτου και ίσως ισχυρότερου παίκτη: την κυβέρνηση του Ισραήλ. Σε αυτό το δύσκολο και πολύπλοκο πολιτικό θρίλερ, γίνεται μεγάλη προσπάθεια καθ' όλη την διάρκεια της ταινίας για να παρουσιαστεί μία άλυτη κρίση όπου δεν υπάρχουν πραγματικά καλοί και κακοί. Ίσως ο χαρακτήρας που πλησιάζει περισσότερο την ιδέα του κακού είναι ο Υπουργός Άμυνας του Ισραήλ. Φιλοπόλεμος, πολιτικός αντίπαλος του Πρωθυπουργού, με φανερές σκοπιμότητες, ο Peres κινεί τα νήματα ούτως ώστε να γίνει μία σκληρή, στρατιωτική επέμβαση. Απέναντι του στέκεται ο Πρωθυπουργός του Ισραήλ Yitzhak Rabin, ο οποίος απεικονίζεται αντιθέτως, σχεδόν ιδεαλιστικά ως η μόνη πραγματική φωνή λογικής σε όλο το έργο, φωνάζοντας την θεματική της ταινίας: Πρέπει να διαπραγματευτούμε, λίγο πριν εγκρίνει την στρατιωτική επιχείρηση διάσωσης στην Ουγκάντα.
Καταλαβαίνεις ότι αυτό το δίπολο βρίσκεται εκεί με σκοπό να εκπροσωπήσει δύο αντίθετες τάσεις της Εβραϊκής κοινωνίας στο Ισραήλ, παρόλα αυτά αυτό το δίπολο μπορεί να γίνεται προβληματικό διότι παραείναι απλό για ένα έργο που φαίνεται ότι προσπαθεί να δει τα πράγματα ρεαλιστικά. Επίσης δημιουργεί μία φτηνή δικαιολογία, εκεί που ο σεναριογράφους κεντούσε σε πολυπλοκότητα. Οι σχέσεις Ισραήλ και Παλαιστίνης δεν είναι τεταμένες απλά επειδή υπάρχουν πολεμοχαρείς Υπουργοί Άμυνας, ούτε λύνονται απλά με καλές προθέσεις συνεργασίας. Είναι πολύ πιο ενδιαφέρον και σημαντικό να συνεχιζόταν η έμφαση στο γιατί τα πράγματα είναι τόσο δύσκολα σε πρακτικό επίπεδο, παρά να δημιουργούνται στερεότυπα χαρακτήρων που να γέρνουν έντονα προς την μία ή την άλλη μεριά, καλώντας στο τέλος, αφότου γίνει η επέμβαση στην ανάγκη να συζητήσουμε.
Το έργο έχει κατηγορηθεί τόσο για Ισραηλινή προπαγάνδα όσο και αντι-Ισραηλινή προπαγάνδα παρομοίως. Κατά την διάρκεια της στρατιωτικής επέμβασης, ο μοναδικός Ισραηλινός στρατιώτης που σκοτώθηκε ήταν ο Yonatan Netanyahu, αδερφός του Benjamin Netanyahu και τωρινού Πρωθυπουργού του Ισραήλ.
Δεδομένου ότι η στρατιωτική επιχείρηση διάσωσης των ομήρων στην Ουγκάντα αποτελεί για την Ισραηλινή κοινωνία ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κατορθώματα της αντι-παλαιστινιακής πολιτικής της, ένα έργο που σε κάνει να ταυτίζεσαι κυρίως με την αντίθετη πλευρά, δεν θα είναι ιδιαίτερα αγαπητό. Από την άλλη, η στάση της ιστορίας του Yonatan με την χορεύτρια κοπέλα του, ισορροπεί σε μία διάθεση για ρομαντικοποίηση των θέσεων και των δράσεων του Ισραήλ απέναντι στα άλυτα προβλήματα του.
Στην πραγματικότητα το 7 Μέρες στο Entebbe, παρά τα προφανή προβλήματα του καταφέρνει έστω να κάνει μία πρόοδο στο αμιγώς εμπορικό σινεμά, παίρνοντας ισχυρές, τολμηρές θέσεις που έλειπαν από τους προκατόχους του, αλλά ταυτόχρονα υποκύπτοντας σε μία αναγκαστική σχεδόν φιλική στάση προς όλους. Οι σκηνοθετικές και δραματουργικές του επιλογές σε κρατάνε σε εγρήγορση μέχρι το τέλος. Σε αγγίζουν, σε παρασέρνουν και σίγουρα είναι πολύ δύσκολο να γράψεις μία αντικειμενική κριτική για ένα έργο που επιχειρεί να είναι και να μην είναι αντικειμενικό ταυτόχρονα. Σίγουρα η επιλογή να αναλάβει κανείς ένα τέτοιο θέμα αποτελεί γιγάντιο ρίσκο που θα έχει πολλούς αντιμαχόντες και σίγουρα είναι από τις πιο αξιοσημείωτες επιλογές της φετινής Berlinale. Γίνεται προφανές ότι προσπαθεί να χωρέσει μέσα όσο δυνατόν περισσότερες θέσεις για να νιώσουν όλες οι πλευρές – εκτός της Ουγκάντας, ότι εκπροσωπούνται. Αποτελεί μία ψευτοαριστερή καραμέλα για να ρίξει στάχτη στα μάτια εμπρός του γεγονότος ότι υποβόσκει εντός του μία άλλη πολιτική θέση; Πιθανόν. Το αν καταφέρνει όντως να αποτελεί μία αντικειμενική ματιά είναι προς συζήτηση. Θα έλεγα μάλλον όχι. Στο τέλος μάλλον μένουμε με μία θετική γεύση απ'όλους και ίσως αυτό δεν θα'πρεπε. Σίγουρα είναι όλοι χαμένοι, κάποιοι όμως περισσότερο από άλλους. Παίζοντας με την φωτιά, μάλλον δεν μπορεί να ικανοποιήσει πραγματικά κανένα από τα έθνη που απεικονίζει. Ούτε την Παλαιστίνη, ούτε το Ισραήλ, ούτε την Ουγκάντα, μάλλον ούτε την Γερμανία.
Αξίζει να την δείτε; Ναι, και παρακαλώ πείτε μου την άποψη σας.