Σκηνοθεσία Sally Potter
Ακολουθώντας την παράδοση θεατρικών- κινηματογραφικών έργων όπως το
Carnage και το ποιος Φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ, που αποσκοπούν να κλείσουν τους πρωταγωνιστές τους σε έναν χώρο με αφορμή ένα γεγονός για να καταλήγουν να αποδομούν τον ίδιο τον ιστό της θεωρούμενης πολιτισμένης δυτικής κοινωνίας, το The Party αποτελεί ένα από εκείνα τα έργα του ανεξάρτητου σινεμά που μπορεί να παρακολουθήσει οποιοσδήποτε με κάποια απόλαυση, με αρκετή δόση ψυχαγωγίας και προβληματισμού όπως θα περίμενε κανείς από ένα έργο του Woody Allen. Τέτοια έργα απαιτούν μετρημένο προϋπολογισμό, ένα καλοχτισμένο και ευφυές σενάριο και δυνατές ερμηνείες. Τίποτα από αυτά δεν εκλείπει από το The Party, του οποίου το σενάριο υπογράφει η σκηνοθέτης.
Η Janet μόλις έχει επιλεχθεί από το αριστερόφρον κόμμα της για την θέση του Υπουργού Υγείας. Μαζί με τον άνδρα της Bill, διοργανώνουν μία μικρή γιορτή με τους στενούς τους φίλους με σκοπό να γιορτάσουν την κορύφωση της πολιτικής της καριέρας. Καθώς οι φίλοι τους καταφθάνουν στην σύναξη, μικροεγωισμοί και ανταγωνισμοί καταλαμβάνουν την κατά τ'άλλα γιορτινή ατμόσφαιρα ενώ τα πάντα βρίσκονται υπό απειλή όταν ο Bill κάνει δύο μεγάλες αποκαλύψεις. Η αγάπη, η φιλία και οι πολιτικές πεποιθήσεις βρίσκονται υπό αμφισβήτηση κάτω από τις επιφανειακές φιλελεύθερες αντιλήψεις των ηρώων, ενώ ο θάνατος και η εκδίκηση πλέουν στον αέρα.
Στην δεύτερη της ταινία που συμμετείχε στο διαγωνιστικό της Berlinale (η πρώτη ήταν το
Rage του 2009), η σκηνοθέτης Sally Potter έχει συλλέξει μία νόστιμη διανομή αποτελούμενοι από τους Patricia Clarkson, Bruno Ganz, Cherry Jones, Emily Mortimer, Cillian Murphy, Kristin Scott Thomas και Timothy Spall, που γεμίζει την οθόνη καθώς φαίνεται να απολαμβάνει τους ημι- στερεοτυπικούς της χαρακτήρες της. Η Potter επιδιώκει να χρησιμοποιήσει αυτούς τους χαρακτήρες σαν πιόνια σε παρτίδα σκάκι, για να ξεσκαλίσει κάτι εμφανώς ανθρώπινο, το οποίο βρίσκεται εγκλωβισμένο μέσα στις ιδέες και τις ανησυχίες της εποχής καθώς και τον ψευτοδιανοουμενισμό και ανταγωνισμό της γενιάς της. Παρά το γεγονός ότι οι πρωταγωνιστές του έργου αποτελούν κλασσικά δείγματα της αγγλο-αμερικανικής ελίτ, οποιοσδήποτε έχει βρεθεί σε όμοιους κύκλους, μπορεί με ευκολία να αναγνωρίσει ψήγματα αυτών σε όλες τις εθνικότητες.
Ο ρόλος της Kristin Scott Thomas αντιπροσωπεύει την πολιτική τάξη, η οποία ισορροπεί μεταξύ πραγματικών ιδανικών, στηριζόμενα πάνω σε αναμνήσεις ενός αγωνιστικού παρελθόντος, του οποίου το αποκορύφωμα όμως τώρα αποτελεί η πολιτική ορθότητα, η ισοπέδωση και η άρνηση του υπάρχοντος χρόνιου συμβιβασμού της. Οι άνθρωποι που την περιβάλλουν αποτελούν στην πλειοψηφία τους καθηγητές πανεπιστημίου που έχουν κορεσθεί στους πόθους και τα παρακλάδια των ιδεών τους. Από την άλλη ο νεαρότερος χαρακτήρας της παρέας αποτελεί τον αντιπρόσωπο του καπιταλισμού, τον άνθρωπο που οι ιδεολόγοι περιφρονούν, ο οποίος όμως παραδόξως βρίσκεται στην θέση του θύματος. Με την σειρά της βέβαια και η διανοούμενη τάξη παίζεται στα δάχτυλα των νεότερων βάσει του πόθου και της αυταρέσκειας της. Ωραίες οι ιδέες, ωραία τα κηρύγματα αλλά στην πράξη το δάσος χάνεται πίσω από το δέντρο και κυριαρχεί ένα παιχνίδι εγωκεντρισμού και προδοσίας. Πίσω από τις ιδέες αποκαλύπτεται η ζωώδης υπόσταση των ανθρώπων. Και παρόλα αυτά, το έργο κάνει εμφανές ότι αυτή αποτελεί την καλύτερη επιλογή που μας δίνεται. Αυτοί είναι η πνευματική αφρόκρεμα της κοινωνίας.
Το φάντασμα του Brexit αλλά και της εκλογής του Trump δε, πλανιέται πάνω από το έργο σαν Κασσάνδρα, αφού το βρετανικό δημοψήφισμα πέτυχε την παραγωγή καταμεσής των γυρισμάτων. Στην συνέντευξη τύπου η σκηνοθέτης αναφέρθηκε στην επόμενη μέρα των γυρισμάτων, όπου το μισό συνεργείο και διανομή ηθοποιών κατέφθασαν κλαμένοι, προδομένοι, οργισμένοι. Κι'ομως το έργο, γραμμένο την εποχή που κλιμακωνόταν το ερχόμενο Brexit λειτουργεί πιθανόν εν αγνοία του, αντιπροσωπευτικά και για αυτούς – την αντίστοιχη καλλιτεχνική ελίτ της Αγγλίας και της Αμερικής. To
The Party κατέχει μία προφητική διάσταση του τι θα μπορούσε να πάει εξαιρετικά στραβά όταν οι άνθρωποι χάνουν επαφή με τις αρχές τους δηλώνει η σκηνοθέτης.
Μαύρο χιούμορ πλέκει με κωμικοτραγικά στοιχεία και πολιτικό σχολιασμό. Το έργο στηρίζεται στις νόρμες και τα προβλήματα της αυτοαναφαιρόμενης απελευθερωμένης γενιάς X και μίας μικρής μερίδας διανοούμενων που αντιπροσωπεύουν την αγγλο-αμερικανική ελίτ. Από την μία λοιπόν τα θέματα με τα οποία ασχολείται πλάθουν ένα έργο πολύ επίκαιρο, από την άλλη η δομή που ακολουθείται είναι δανεισμένη από διαχρονικές φόρμες του θεάτρου και του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά – παρότι πρόκειται για Βρετανική παραγωγή. Συνεπώς είναι δύσκολο να αποτύχει.
Η χρήση των κινηματογραφικών μέσων βέβαια επιτρέπουν στο έργο να κυλήσει σαν έργο κινηματογραφικό και όχι θεατρικό εν αντιθέσει με αρκετούς προκατόχους του, αξιοποιώντας μία καθαρά κινηματογραφική αισθητική και μεθόδους αφήγησης, ποντάροντας στην πληροφορία της εικόνας ως ίση με τον διάλογο. Η πρόθεση της σκηνοθέτη λοιπόν γίνεται εμφανής, να κάνει ένα συμπτυγμένο έργο φτιαγμένο με λιτά μέσα ως απάντηση στην μαζική παραγωγή των υπερπαραγωγών του Χόλιγουντ.
Με τα παραπάνω υπόψιν, το έργο μάλλον δεν είναι όσο βαθύ όσο θα επιθυμούσε αφού κρίνει, παρατηρεί αλλά δεν φαίνεται να έχει συγκεκριμένη κατεύθυνση σε ένα κλίμα όπου όλοι είναι ένοχοι. Παρόλα αυτά η σκακιέρα είναι σωστά στημένη και οι δυναμικές που κυριαρχούν γύρω από τους χαρακτήρες παρότι απλοϊκά δοσμένες χτίζουν ένα πολύ ενδιαφέρον πορτρέτο των μοντέρνων καιρών μας. Αποτελεί ένα τυπικό παράδειγμα μαύρης κωμωδίας του τύπου της και παρά το προβλέψιμο του τέλος, παραμένει μία πολύ απολαυστική επιλογή έναντι της τυπικής κορεσμένης υπερπαραγωγής.