Choose life, choose Facebook, Τwitter, Instagram and hope that someone, somewhere cares …οκ όλες οι κριτικές ξεκινάνε με ακριβώς τον ίδιο τρόπο οπότε ας πάμε κατευθείαν στο ψητό.
Trainspotting 1996, τελευταία σκηνή: Ο Renton φεύγει με τα κλεμμένα 16 χιλιάρικα των φίλων του διασχίζοντας τους δρόμους του Λονδίνου με την υπόσχεση ότι θα γίνει ακριβώς όπως εμείς. Καλός, νομοταγής, υποταγμένος. Τελικά έγινε; Ναι. Είκοσι χρόνια μετά ο Renton επιστρέφει για τον θάνατο της μητέρας του, σε μία χώρα όπου έχουν αλλάξει τα πάντα και τίποτα, όπως εκείνος. Η παρέα του φαίνεται να περίμενε από καιρό την επιστροφή του. Ο Spud προσπαθεί να αυτοκτονήσει από τύψεις για την οικογένεια του, ο Begbie αποδρά από την φυλακή, ενώ ο αγαπημένος του κολλητός Simon τον καλωσορίζει πλακώνοντας τον στο ξύλο. Μαζί θα διανύσουν ένα κυνηγητό στον υπόκοσμο της πορνείας του Εδιμβούργου ενώ ο Renton συνεχίζει το υπαρξιακό του ταξίδι αναζήτησης για ζωή.
Βασισμένο ελαφρά στο Porno του Irvine Welsh, το δεύτερο βιβλίο του συγγραφέα πάνω στην γνωστή σκωτσέζικη παρέα ναρκομανών, ο Renton και ο Danny Boyle επιστρέφουν μετά από 20 χρόνια στην Σκωτία για να συνεχίσουν, κατά πολλούς κάπως καθυστερημένα, μία από τις πιο χαρακτηριστικές ιστορίες εθισμού και παρακμής. O Boyle συγκροτεί σχεδόν όλη την προηγούμενη διανομή αλλά και τους δημιουργούς της πρώτης ταινίας, για να πλάσει μία δυναμική συνέχεια στο έργο που εκτόξευσε την καριέρα του Ewan McGregor και του ιδίου.
Με μία λέξη η ταινία είναι απολαυστική. Τόσο ο Boyle όσο και οι πρωταγωνιστές, συγκροτούν ένα έργο που πληροί αρκετά στοιχεία που εκλείπουν από το μέσο σίκουελ: όρεξη και προσεγμένη δουλειά. Το ευτυχές του έργου είναι ότι το πρωτότυπο αποτελούσε ήδη από τις ελάχιστες ιστορίες που όντως σήκωναν ένα σίκουελ. Σίγουρα ένα από τα στοιχεία που εγγυώνται για την ποιότητα της συνέχειας είναι το γεγονός ότι βασίστηκε πάνω σε ήδη υπάρχον βιβλίο του συγγραφέα, ο οποίος και διετέλεσε εκτελεστικός παραγωγός. Αυτό γλιτώνει το έργο από πολλά παραπτώματα στα οποία υποπίπτει το μέσο σίκουελ συνήθως όταν καλούνται οι δημιουργοί να τραβήξουν από τα μαλλιά και να ξαναδημιουργήσουν κάτι από το μηδέν αποκλειστικά για λόγους κέρδους. Όχι, το T2 παρότι δεν θα μείνει στην ιστορία όπως ο προκάτοχος του, καταφέρνει να διατηρήσει την φρεσκάδα, τον χαρακτήρα και την ενέργεια του πρωτότυπου είκοσι χρόνια μετά ενώ ισορροπεί πετυχημένα στοιχεία που το προσαρμόζουν στην νέα εποχή. Είναι εμφανές ότι το έργο δεν αποτελεί μία ακόμα παγίδα για κέρδος αλλά ένα εγχείρημα πάθους.
Τα κωμικά στοιχεία καλά κρατούν με αβίαστο τρόπο ενώ το έργο, αντιθέτως με το πρώτο που διατηρούσε μία ισχυρά ιδιαίτερη σκηνοθετική πένα, είναι αρκετά προσβάσιμο σκηνοθετικά σε ένα ευρύτερο κοινό, πράγμα που πιθανόν να απογοητεύσει τους θερμούς ακολούθους του, παρότι καταφέρνει να κρατήσει μία καλή στιλιστική συνοχή. Το T2 επίσης κάνει αρκετές αναφορές στο παρελθόν ούτως ώστε να το απολαύσει κάποιος που δεν έχει δει το πρωτότυπο με αρκετή ευκολία.
Οι βασικοί χαρακτήρες παραμένουν τα ίδια συμπαθητικά καθάρματα που γνωρίζουμε. Είναι κατάλληλα χτισμένοι και παιγμένοι ούτως ώστε να μην υποκύψουν στην στερεοτυπική ανάμνηση του τι υπήρξε κάποτε, αλλά ξεκάθαρα δομημένοι άνθρωποι που μπορούν ακόμα και να σε αγγίξουν, διατηρώντας μία καλή ισορροπία εξέλιξης και συνοχής. H επιτυχία του έργου έγκειται στο γεγονός ότι δεν προδίδει τους χαρακτήρες του, πράγμα απαραίτητο αφού εκεί βασίστηκε η επιτυχία του πρωτότυπου. Παραμένουν όλοι καθάρματα αλλά ταυτόχρονα δεν μπορείς παρά να απορροφηθείς στον ψυχισμό τους. Όσο και να τους μισήσεις, στο τέλος είσαι με το μέρος τους.
Η επιστροφή του Renton σηματοδοτεί τόσο την επιτυχία του να ζει κανείς την καθαρή ζωή μακριά από τα ναρκωτικά, όσο και την υποκρισία της κοινωνίας που σου πουλάει αυτήν την πλασματική ευτυχία. Παλιές λυκοφιλίες ξαναφέρνουν στο προσκήνιο την προδοσία του πρωταγωνιστή για να γεννηθεί ένας κύκλος εκδίκησης και κομπινών (αυτήν την φορά κλέβοντας χρήματα από την Ευρωπαϊκή Ένωση), χρησιμοποιώντας το ως άλλο ένα μοτίβο περίγελου του σύγχρονου προβαλλόμενου καθεστώτος επιτυχίας.
Σαφώς από την εξίσωση δεν λείπει ένα δυνατό soundtrack που συνοδεύει την δυναμική φωτογραφία, τα ευρηματικά και δημιουργικά εφέ του Boyle, ο οποίος καταφέρνει να τα ενσωματώσει αβίαστα στην αφήγηση (παρότι δεν βλέπουμε τον McGregor να ξαναβουτάει κυριολεκτικά μέσα σε μία τουαλέτα) αλλά και το χαρακτηριστικό μοντάζ του Jo Harris που κρατά την ταινία φρέσκια και μεστή.
Πέραν αυτών, παρότι το έργο καταφέρνει και παρακάμψει κάποια τυπικά προβλήματα σίκουελ, υποκύπτει σε άλλα. Η πλοκή παρότι ενδιαφέρουσα και καλοπλεγμένη κάπως ανακυκλώνει την πλοκή του πρωτότυπου, ενώ το έργο πηγαινοφέρνει μία αίσθηση νοσταλγίας και αυτοαναφορικότητας στο πρωτότυπο που στην αρχή μεν εξυπηρετεί την αίσθηση της συνέχειας και της σχέσης των ηρώων αλλά προς το τέλος γίνεται ελάχιστα κουραστικό. Γίνεται εμφανές ότι κάποια στοιχεία του έργου θα μπορούσαν να ήταν μελοδραματικά αν δεν κατείχε ο Boyle την εμπειρία και την κινηματογραφική μαεστρία για να τα στηρίξει και το επιτυγχάνει με την βοήθεια των πρωταγωνιστών που τα δίνουν όλα.
Συναγωνίζεται το πρωτότυπο; Για τους φανατικούς ακολούθους του, μάλλον όχι, στέκει όμως αξιοπρεπώς δίπλα του. Εκείνο που έκανε το πρωτότυπο τόσο δυνατό ήταν η ειλικρίνεια με την οποία προσέγγιζε το θέμα του. Ασχολείται με τα λεγόμενα αποβράσματα μίας κοινωνίας κάνοντας εμφανές το γιατί ακριβώς επιλέγουν να είναι αποβράσματα σατιρίζοντας τις καμπάνιες κατά των ναρκωτικών της εποχής. Επέλεξε την ζωή και μαζί με αυτήν μία φυλακή κανονικότητας και καταναλωτισμού. Το δεύτερο σκέλος του Trainspotting παραμένει ειλικρινές και για αυτό σε κερδίζει, μόνο που στο τέλος καταφέρνει και σου δίνει την λύση που δεν σου έδωσε το προηγούμενο. Μία πραγματική λύση, έναν άλλον εθισμό.
Take a deep breath. You're an addict, so be addicted. Just be addicted to something else. Choose the ones you love. Choose your future. Choose life.