HomeCinemaΚριτική ταινίαςBerlinale 2016: Ο Michael Moore Εισβάλει στην...

Berlinale 2016: Ο Michael Moore Εισβάλει στην Ευρώπη (και Είναι Κάπως Ειρωνικό)

Where to Invade Next ο τίτλος του νέου ντοκιμαντέρ του Michael Moore που πραγματοποίησε την Ευρωπαϊκή του πρεμιέρα στα πλαίσια του Berlinale Special Gala και δεν απογοητεύει το κοινό του. Το νέο ντοκιμαντέρ του αγαπημένου μας ψυχαγωγικού κινηματογραφιστή είναι γεμάτο χιούμορ, έντονη κριτική, αλλά και μία μικρή δόση ειρωνείας. Ύστερα από σειρά προβολών και βραβεύσεων σε αμερικανικά φεστιβάλ, το περιμένουμε στις ελληνικές αίθουσες στις 10 Μαρτίου.

Πριν από την προβολή, ο Moore παρουσιάστηκε σε βιντεοσκοπημένο μήνυμα απευθυνόμενος στο κοινό, όπου ευχαρίστησε εγκάρδια το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου για την φιλοξενία της ταινίας του και εξέφρασε την λύπη του που δεν μπόρεσε να παρευρεθεί εκεί για λόγους υγείας. Νιώθω τιμή που είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του φεστιβάλ, όπου μία ταινία εισηγείται από έναν κινηματογραφιστή φορώντας το μπουρνούζι του δήλωσε και στην συνέχεια έδωσε επανειλημμένος συγχαρητήρια στην Γερμανία για την στάση της στο προσφυγικό, κλείνοντας πως είναι μία χώρα πρότυπο ανάπτυξης, οργάνωσης και συμπόνοιας.

Ακολουθώντας την κλασσική του συνταγή, ο Moore επιστρέφει σε αυτό που ξέρει να κάνει καλά και παρότι την συνταγή την ξέρουμε – δεν έχει εξελιχθεί ιδιαίτερα από τις γνωστές μεθόδους του, καταφέρνει να κάνει ένα έργο φρέσκο και διασκεδαστικό με πολύ ενδιαφέρον χωρίς να κουράσει.

Το θέμα του ντοκιμαντέρ απλό: Ο Moore αναλαμβάνει το ιερό καθήκον να ταξιδέψει ως μοναδικός εισβολέας σε άλλες χώρες προκειμένου να κλέψει στοιχεία και ιδέες που μπορούν να φανούν χρήσιμες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο σκηνοθέτης χαρακτηρίζει το έργο ως ένα ντοκιμαντέρ για την Αμερική, χωρίς ούτε ένα πλάνο στην Αμερική και αυτό είναι, αλλά όχι μόνο. Κάνοντας ένα ταξίδι σε επιλεγμένες χώρες, κυρίως της Ευρώπης, για να ερευνήσει το σύστημα παροχών τους, αλλά και τον τρόπο ζωής και την αντίληψη των πολιτών τους, χαρίζει στους θεατές μία εμπειρία που συνοψίζει τα πιο αξιοθαύμαστα στοιχεία κάθε τόπου σε ο,τι αφορά την κρατική οργάνωση και τις παροχές των κατοίκων.

Από την Ιταλία θα κλέψει τις εργασιακές παροχές, από την Φινλανδία το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, από την Σλοβενία την δωρεάν παιδεία, από την Γαλλία το σύστημα φορολόγησης και την διατροφή στα σχολεία, από την Σουηδία τις φυλακές, από την Ισλανδία την θέση της γυναίκας και την δικαιοσύνη ενώ από την Γερμανία την διαχείριση και αναγνώριση του σκληρού παρελθόντος της. Αυτό λειτουργεί σαν αφορμή για να κάνει για άλλη μία φορά σκληρή κριτική στον τόπο του, παρουσιάζοντας τον σαν έναν τόπο όπου οι ευρωπαϊκές αυτονόητες αξίες της δωρεάν υψηλής παιδείας, υγείας και της εργατικής αξιοπρέπειας είναι κάτι ξένο, με την Αμερική να βρίσκεται σε ένα είδος μεσαίωνα. Στο τέλος όμως επιστρέφει για να τονίσει το γεγονός ότι όλες αυτές οι ιδέες και αξίες δεν βρίσκονται τόσο μακριά ούτε από την ιστορία του τόπου του, αλλά και ούτε από τα πράγματα για τα οποία έχουν πολεμήσει οι συμπατριώτες του.

Συνολικά το Where to Invade Next αποτελεί μία ταινία απολαυστική. Παρότι το έργο απευθύνεται σε Βορειοαμερικανούς, στην πραγματικότητα αφορά όλον τον κόσμο, ο οποίος παρατηρώντας τα επιτεύγματα του κάθε τόπου, κατανοεί πως το καλύτερο δεν είναι μόνο εφικτό αλλά είναι και απαραίτητο. Βεβαίως ο Moore υποκύπτει, όπως έκανε και στην περίπτωση του Sicko σε μία εξιδανίκευση των παραδειγμάτων που φέρνει, παρουσιάζοντας τα κάπως υπεραπλουστευμένα ως παράδεισο. Αυτήν την τάση φαίνεται να την αναγνωρίζει δηλώνοντας αρκετά εύστοχα πως σαφώς η τάδε χώρα έχει προβλήματα, εγώ όμως ήρθα να συλλέξω τα λουλούδια και όχι τα αγριόχορτα.

Είναι γνωστός ο θαυμασμός του Moore για την Ευρώπη και παρά το γεγονός ότι δηλώνει διαρκώς την υπερηφάνεια του να είναι Αμερικανός, πράγμα που δεν αμφισβητεί κανείς, διακρίνεται τόσο η προσωπική του πίκρα, όσο και η ανάγκη του να τονίζει τον πατριωτισμό του ούτως ώστε να αποφύγει την ταμπέλα του σοσιαλιστή προβοκάτορα για την σκληρή στάση του απέναντι στην πατρίδα του.

Παρόμοια αίσθηση απολογισμού υπήρχε και στον αρχικό λόγο του προς το γερμανικό κοινό, πιθανόν διότι όσες φορές έχει αναφερθεί στην χώρα των θεατών σε έργα του στο παρελθόν, ήταν ευθέως συνδεδεμένη με το ναζιστικό παρελθόν της. Στην προκειμένη όμως, όταν ο Moore επανέλαβε αυτήν την σύνδεση, έφερε σαν παράδειγμα την Γερμανία για την διαχείριση της απέναντι στην βαριά της ιστορία και την αποδοχή της, εν αντιθέσει με την Βόρεια Αμερική που αποφεύγει το γεγονός ότι θεμελιώθηκε πάνω στην γενοκτονία των Ιθαγενών Ινδιάνων, αλλά και την δουλεία, χωρίς να κάνει επισήμως απολογισμό πάνω σε αυτά τα ζητήματα ποτέ αλλά μέχρι σήμερα αντιμετωπίζονται ως ταμπού.

Εκτός του γεγονότος ότι κάποιες περιπτώσεις αποτελούν αξιοθαύμαστα παραδείγματα του πως θα έπρεπε να λειτουργούν πολίτες και κρατικοί τομείς – και η σύγκριση είναι αναπόφευκτη αφού είναι και ο σκοπός του έργου, υποβόσκει παράλληλα μία ειρωνεία και θλίψη που μπορεί να γίνει αισθητή από έναν Έλληνα κριτικό, μάλλον αναπόφευκτα, καθώς μερικές από τις κοινωνικές παροχές που παρουσιάζονται ως θαύμα ευρωπαϊκού πολιτισμού, υπήρχαν κάποτε και στην Ελληνική κοινωνία και χαθήκανε με τον ερχομό της κρίσης ενώ άλλες κινδυνεύουν. Ακούγοντας περί 13ου μισθού και πληρωμένης άδειας διακοπών, δωρεάν ανώτατης εκπαίδευσης (στην ευρωπαϊκή λίστα του οποίου σκηνοθέτη δεν συμπεριλαμβάνεται η Ελλάδα), μετρημένων ωραρίων αλλά και τον εκθειασμό των μαζικών συγκεντρώσεων διαμαρτυρίας απέναντι στην επιβολή διδάκτρων στα πανεπιστήμια, κανείς νιώθει μια πικρή νοσταλγία καθώς γελάει με το αποσβολωμένο βλέμμα του σκηνοθέτη εμπρός στα υπέροχα πράγματα που ακούει, ειδικά όταν γνωρίζει ο θεατής πως μέχρι πρότινος αυτές οι παροχές δεν αντιμετωπίζονταν ως υποδείγματα πολιτισμού, αλλά χαρακτηρίζονταν ως οικονομική σπατάλη, έλλειψη συμμόρφωσης και εθνική τεμπελιά από την χώρα που πρωτοστάτησε στις πιέσεις για την εφαρμογή τους στην Ελλάδα και που ο Moore νωρίτερα χαρακτήρισε ως χώρα – υπόδειγμα συμπόνοιας.

Σαφώς δεν είναι παρεξηγήσιμη η στάση του Moore στο ζήτημα, ούτε η παρουσίαση του παραδείγματος της Γερμανίας είναι ολότελα άστοχο. Ο στόχος του σκηνοθέτη δεν είναι να κάνει ένα έργο για την Ελλάδα (παρότι πολύ θα το θέλαμε) ή την Ευρώπη, αλλά για την Αμερική και ο αφελής θαυμασμός του απέναντι σε όλες τις χώρες που αναφέρει είναι γνωστός και επιλεκτικός, αλλά όχι λανθασμένος. Τα παραδείγματα που δίνει είναι έγκυρα και βρίσκονται εκεί για να προβληματίσουν, να εμπνεύσουν και να σε κάνουν να νιώσεις λίγο καλύτερα που βρίσκεσαι στην Ευρώπη και όχι στην Αμερική. Στην προκειμένη βέβαια ίσως παραείναι λίγο σκληρός με την πατρίδα του διότι θέτει σε αναλογία μία σχεδόν άψογη Ευρώπη. Ο Moore αναγνωρίζει το γεγονός ότι η εξαιρετική πολιτική των χωρών που φέρνει σαν παραδείγματα προς μίμηση δεν υπήρξε από πάντοτε, συγκεκριμένα αρκετά από τα πρότυπα που αναφέρει, όχι μόνο είχαν εμπνευστεί από την Αμερική αλλά και δεν ξεπερνούν στην εφαρμογή τους τα τριάντα χρόνια.

Εκείνο όμως που αμελεί να αναφέρει και λείπει από το ντοκιμαντέρ είναι πως ένα σημαντικό ποσοστό αυτών των προτύπων δεν προέκυψε αυτονόητα ούτε είναι αμετάκλητη η εφαρμογή τους, αντιθέτως βρίσκονται, σε σημαντικό ποσοστό, υπό χρόνια απειλή. Τα πρότυπα του Moore δεν αποτελούν κάτι κεκτημένο για την Ευρώπη, αλλά κάτι που δυστυχώς ακόμα και εκείνη, παλεύει να διατηρήσει.

Αξίζει να το δείτε.

Related stories

Γιατί το Studio Ghibli Θεωρείται η ‘Disney’ της Ιαπωνίας

Studio Ghibli: Το μαγεμένο βασίλειο της Ιαπωνικής κινηματογραφίας Όταν μιλάμε...

«Πες το Ψέματα»: Ακυρώθηκαν οι παραστάσεις – Τι ανακοίνωσαν οι διοργανωτές

Ακυρώθηκαν οι παραστάσεις του κωμικού show «Πες το Ψέματα»...

Ο Αντώνης είναι ο φωτογράφος που αποτυπώνει την ομορφιά της Ίριδας

Στον κόσμο της φωτογραφίας, η δημιουργικότητα δεν έχει όρια,...