Παγκόσμια πρεμιέρα πραγματοποίησε χθες το βράδυ στο Berlinale Palast της Berlinale η νέα ταινία του Καναδού σκηνοθέτη Denis Côté (Drifting States, Carcasses , Bestiaire, Vic and Flo Saw a Bear) με τίτλο: Boris without Beatrice. Ο Μπόρις είναι ένας πλούσιος και πετυχημένος Ρώσος που μένει στο γαλλόφωνο τμήμα του Καναδά, παντρεμένος με την Μπεατρίς, υπουργό της κυβέρνησης. Θα χρειαστεί να αναπροσδιορίσει την ζωή του, όταν η Μπεατρίς πέφτει σε κατάθλιψη και ένας μυστηριώδης άγνωστος του ανακοινώνει πως ο μόνος τρόπος να την σώσει είναι να αλλάξει ο ίδιος.
Την ταινία απασχολεί η έννοια της προσωπικής αλλαγής ενός ανθρώπου που βρίσκεται στα όρια της υπερηφάνειας και της εξουσίας χωρίς να τα έχει υπερβεί ακόμα. Και αφού δεν τα έχει υπερβεί, το σενάριο δεν είναι αρκετά δυνατό. Είναι ένας υπερήφανος, πετυχημένος, πλούσιος άντρας ο οποίος σε όλη της διάρκεια της ταινίας αναζητά την απάντηση σε ένα ερώτημα: Είμαι καλός άνθρωπος; Εάν η απάντηση είναι ναι, η Μπεατρίς θα γίνει καλά. Όπως αναφέρεται στην ταινία, ο Μπόρις παρομοιάζεται με τον αρχαίο μύθο του Ταντάλου. Ελεύθερα χρησιμοποιούνται από την αρχαία τραγωδία οι έννοιες της ύβρις και της θεικής τιμωρίας η οποία όμως δεν έρχεται ποτέ μιας και ο Μπόρις τελικά δεν είναι και τόσο κακός. Η βαθιά έννοια της θεικής τιμωρίας στην ανθρώπινη υπέρηφάνεια (το τρίπολο ύβρις – νέμεσις – κάθαρσις) υποβιβάζεται σε μια γενική περιπέτεια ενός χαρακτήρα με ύφος ενδιάμεσο από θρίλερ, δράμα και σουρεάλ.
Οι σκηνές του Ορέστη και της Ηλέκτρας, η χρήση του επίσης διάσημου Καναδού σκηνοθέτη Bruce la Bruce στο ρόλου του πρωθυπουργού του Καναδά και ο παντοδύναμος άγνωστος που ανακοινώνει στον Μπόρις την λύση, είναι στοιχεία που μας επιτρέπουν να υποθέσουμε πως όλα αυτά είναι ένα ψεύτικο σουρεάλ σκηνικό. Ο Μπόρις βρίσκεται σχεδόν διαρκώς στην οθόνη ενώ οι υπόλοιποι χαρακτήρες θα μπορούσαν να μην υπάρχουν, να είναι πλάσματα της φαντασίας του. Το πρόβλημα το έχει ο ίδιος καθώς κάθε μέρα βουτάει ολοένα και βαθύτερα μέσα του ενώ όλοι οι άλλοι είναι απλά κομμάτια του ιδίου του εαυτού. «Κατά μια έννοια θα μπορούσε να πει κανείς πως η Μπεατρίς δεν υπάρχει ή πως η Μπεατρίς είναι ο Μπόρις», δηλώνει ο Côté.
Η ταινία παίζει με τις έννοιες του πλούτου, της εξουσίας και της υπερηφάνειας όπως διαρκώς – και κουραστικά – μας υπενθυμίζει χωρίς ποτέ να τις αναλύει εις βάθος. Οι έννοιες της αρχαίας τραγωδίας είναι φτωχά δοσμένες, περισσότερο ως ένα ευχάριστο εννοιολογικά διάλλειμα παρά ως δραστικό κομμάτι της πλοκής. Οι συμβολικές σκηνές είναι πολύ αφηρημένες για να έχουν ουσία και να μας προκαλέσουν να «φανταστούμε έναν παράλληλο κόσμο» όπως θα ήθελε ο σκηνοθέτης και τελικά δημιουργείται ένα αρκετά ελαφρύ πλαίσιο το οποίο θα ταίριαζε αριστουργηματικά σε μια χιουμοριστική προσέγγιση αλλά όχι σε αυτήν της σοβαροφάνειας που επιλέχθηκε.
Το πιο δυνατό στοιχείο της ταινίας είναι οι ισορροπημένες ερμηνείες από όλο το καστ. Αποφεύγοντας τις υπερβολικές αντιδράσεις ακόμα και στις κρισιμότερες σεναριακά σκηνές, οι χαρακτήρες διέπονται από την χαρακτηριστική ευγένεια των βόρειων λαών του Καναδά αποφεύγοντας τα άκρα. Τονίζεται με αυτόν τον τρόπο ο ρεαλισμός της ταινίας που με την σειρά του υπογραμμίζει το σουρεαλιστικό στοιχείο. Όπως δηλώνει ο σκηνοθέτης «δεν ήθελα να περιγράψω μια τιμωρία της μπουρζουαζίας, απλά ακολούθησα ένα ταξίδι ενός ανθρώπου που παλεύει με τον εσωτερικό εαυτό του, με τους εσωτερικούς του δαίμονες», «Εγώ κάθε πρωί αναρωτιέμαι: είμαι καλός άνθρωπος;».
Διαγωνιζόμενη για την Χρυσή Άρκτο, δύσκολα θα αποσπάσει κάποιο από τα βραβεία.