Για
χρόνια ξύπναγα νωρίς. Έπαιρνα τους δρόμους. Διαδρομές. Περιμετρικά της λίμνης.
Έχει μια ηρεμία αλλά και μια ανατριχίλα η γαλήνη του πρωινού. Τα αποτυπώματα
της νύχτας, τα σημάδια της μέρας. Περπατάς και φτιάχνεις ιστορίες. Και όλα αυτά,
από τα απορρίμματα που συναντάς σε κάθε βήμα. Η ζωή η δική σου, οι ζωές των
άλλων.
Au bord de l' eau-του Κώστα Τσόκλη
Τα
φύλλα των δένδρων που στρώνουν ένα χαλί, πεταμένες προσδοκίες που ματώνουν το
μέσα σου, αλλά όλο και μένεις πίσω να το επουλώσεις. Πληγές που κλείνουν κι
άλλες που μένουν και πονάνε.
Μεράκια,
καψούρα και στενοχώριες όλα κλεισμένα σε βουνά από γόπες κι αποτσίγαρα, δεξιά
κι αριστερά του δρόμου.
Προχωράς
και συντροφιά σου το νερό, δυο πάπιες, κάτι δειλά σπουργίτια και σκοντάφτεις σε
τενεκεδάκια μπύρας. Συντροφιές που ξέμειναν και τα πιναν με θέα βουνά κι άστρα.
Και λίγο πιο πέρα η χολή βγαλμένη, από εκείνους που δεν άντεξαν ούτε τη βύνη,
ούτε και τη σκέψη.
Σταματάς
και σκέφτεσαι παρόμοια δικά σου. Γυρίζεις χρόνια πίσω και γελάς και όλα
αποκτούν μια παραπλανητική νοσταλγία, της απόστασης, του παρελθόντος, της
αλλαγής, του συμβολισμού. Ψέματα όλα.
Πεταμένοι
φραπέδες μετά, και χάρτινα ποτήρια άδεια. Ποιός δεν ήπιε και ποιος δεν άφησε
σταγόνα και γιατί. Αίνιγμα. Τι ήταν αυτό που σ’ έκανε να αφήσεις μισοτελειωμένο
τον καφέ και να μην τον πάρεις μαζί σου.
Λαδόκολλες
από νυχτερινό φαγοπότι, κόκα-κόλες και σουβλάκια, με μια αγέλη σκύλων να
μυρίζει και να τρώει τα αποφάγια. Αφοσιωμένα τετραπόδα στην τροφή. Παρατημένα κι
αυτά, σκόρπια τριγυρίζουν εδώ κι εκεί. Αφεντικά που τα αγάπησαν και μετά τα
πέταξαν, όπως συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Τα αισθήματα έτσι, τα αισθήματα
κι αλλιώς. Αθετημένες υποσχέσεις, αγάπες που ξεπλύθηκαν και άλλες που
ευτύχησαν.
Πιο
κάτω ένα κουτί προφυλακτικών, κενό. Συνουσία μυστική, νυχτερινή. Δεν είναι
σκουπίδι, είναι χαρά. Ρυπαίνει ο έρωτας; Αναρωτήθηκα. Έσκυψα, το πήρα και το πήγα
στον κάδο ανακύκλωσης. Για να ανακυκλώνεται και να επιστρέφει. Αυτός είναι ο
ρόλος του. Η αέναη περιστροφή των σωμάτων, στα άκρα. H αγάπη που δεν τελειώνει, ανανεώνει κι
ανανεώνεται.
Κάποτε
φτάνεις σε μιαν άκρη, και παίρνεις το
δρόμο του γυρισμού για την άλλη μεριά του κόσμου. Στην επιστροφή δεν θα
συναντήσεις τίποτα. Το απορριμματοφόρο τα σάρωσε όλα, τα γυάλισε και έτσι η
μέρα ξεκινά καινούρια και καθαρή για να δώσει στη νύχτα το περιθώριο να
σκορπίσει τα υπολείμματα της, το πεινασμένο της εγώ, το καταπιεσμένο φαντασιακό
της τοπίο, την αδυναμία του πρακτικού και την κοινοτοπία του πόθου. Για να τα
συναντήσεις το άλλο πρωί, εγκλωβισμένα στα απομαζώματα, au bord de l’ eau.