HomeNewsroomΑθηναϊκές Πινακίδες

Αθηναϊκές Πινακίδες

Κάθε εβδομάδα, ένας φίλος από την Αθήνα (διανοούμενος, πολιτικός, δημοσιογράφος, επιχειρηματίας, καλλιτέχνης…) γράφει ένα άρθρο για τον «Εξώστη»: αιχμηρό, πρωτότυπο, «λοξό». Σήμερα, η Αλεξάνδρα Μπουτοπούλου

Το Μινιόν δεν είχε ακόμα καεί και η μαμά μου, που δεν είχε συνήθως πού να με αφήσει, με έπαιρνε πάντα μαζί της στις σαββατιάτικες δουλειές της στο κέντρο της Αθήνας. Ανεβοκατεβαίναμε τη Στουρνάρη, κάναμε πάντα μια στάση στο Μινιόν για να βουτήξω μέσα σ’ αυτή την τεράστια πισίνα από πλαστικές χρωματιστές μπάλες που είχε στον τελευταίο όροφο, περνούσαμε οπωσδήποτε από την Πρωτοπορία, συνεχίζαμε στη Σταδίου, πηγαίναμε να δούμε τη φίλη της που δούλευε και τα Σάββατα στο δικηγορικό γραφείο του κυρίου Τέλη και τελικά καταλήγαμε εκεί κοντά στην πλατεία Ασωμάτων να χαζεύουμε τους πλανόδιους και να πίνουμε πάντα το ίδιο ποτό. Εκείνη ένα μπουκάλι νερό στο χέρι, εγώ μια πορτοκαλάδα με ανθρακικό. Η επιβράβευση του Σαββατοκύριακου καθώς το πρόγραμμα στο σπίτι ήταν εναντίον κάθε αναψυκτικού. 

Μέναμε πάντα μακριά από το κέντρο της πόλης, ζούσαμε όμως μέσα του. Πηγαίναμε στο θέατρο ανελλιπώς, δε χάναμε παράσταση στη Λυρική Σκηνή, ανεβοκατεβαίναμε στην Ακρόπολη μόνο και μόνο για να αναπνεύσουμε από ψηλά. «Ανέβα στη στέγη να φάμε το σύννεφο», όπως πρόσταζε το θεατρικό του Γιάννη Ξανθούλη τότε. Ανεβαίναμε και το αγγίζαμε το σύννεφο. Όταν μεγάλωσε λίγο η αδερφή μου, την παίρναμε και αυτή μαζί. Θυμάμαι η μαμά μου μας κρατούσε και τις δυο, η μια από το ένα, η άλλη από το άλλο χέρι, προσπαθώντας να ισορροπήσει πάνω στις σπασμένες πλάκες των πεζοδρομίων. Δεν πτοήθηκε ποτέ. Μάς τραβολογούσε στην Αγίου Μάρκου για να βρούμε κουμπιά. Στεκόμασταν στην Ευριπίδου για να διαλέξουμε μπαχάρια. Βολτάραμε στα Πετράλωνα και στον Νέο Κόσμο. Αναρωτιόμουν πάντα γιατί οι άνθρωποι στον Νέο Κόσμο έμοιαζαν ακριβώς ίδιοι με τους υπόλοιπους από εμάς που ζούσαμε στον «παλιό κόσμο». Πίναμε καφέ με την κυρία Μαίρη στο Κουκάκι, η οποία πάντα μού εξηγούσε από πού πήρε το όνομά της η περιοχή. Τρώγαμε λουκουμάδες στο Αιγαίον. Ρεβίθια στο Δίπορτο. Σταματούσαμε στο Κλεοσάλ, το μαγαζί του Κλεόβουλου στην Αθηνάς, όπου μας έστελνε συστημένες ο παππούς να του αγοράσουμε πάντα κάποιο παράξενο εργαλείο. Χανόμασταν μέσα σε υφάσματα στη Μητροπόλεως και στην Καπνικαρέα. Ύστερα, επιστρέφαμε στη Σόλωνος και δεν αφήναμε βιβλιοπωλείο σε ησυχία. Εγώ έτρεχα και στα τυπογραφεία και έψαχνα το πιο απαλό χαρτί για να γράψω μια ιστορία. Στη Σόλωνος επίσης χάζευα τα παιδιά στη Νομική. Στα παιδικά μου μάτια, φάνταζαν ήρωες μιας φανταστικής, ανατρεπτικής καθημερινότητας. Θυμάμαι πως σα μαθήτρια ήθελα να γίνω δικηγόρος μόνο και μόνο για περπατάω εκεί κάτω. Μεγάλη φασαρία το «εκεί κάτω». Συνήθως γίνονταν έργα στο δρόμο. Πολλά έργα στο δρόμο.

Αν με βάλεις σήμερα να αναπολήσω εκείνες τις βόλτες στην Αθήνα και να θυμηθώ τον ήχο των παιδικών μου χρόνων, θα σου πω ότι το μυαλό μου έχει διαπεράσει ένα συνεχόμενο τρυπάνι που ο διακεκομμένος του ήχος χοροπηδάει σα βάτραχος μέσα του. Ξέρεις κάτι; Δε μ’ ένοιαξε ποτέ να γίνει πρίγκιπας. Τον αγάπησα αυτόν το βάτραχο ακριβώς έτσι όπως ήταν. 

Η Αλεξάνδρα Μπουτοπούλου εργάζεται ως σύμβουλος media/digitalmedia στο χώρο της διαφήμισης.

Related stories

Γιατί το Studio Ghibli Θεωρείται η ‘Disney’ της Ιαπωνίας

Studio Ghibli: Το μαγεμένο βασίλειο της Ιαπωνικής κινηματογραφίας Όταν μιλάμε...

«Πες το Ψέματα»: Ακυρώθηκαν οι παραστάσεις – Τι ανακοίνωσαν οι διοργανωτές

Ακυρώθηκαν οι παραστάσεις του κωμικού show «Πες το Ψέματα»...

Ο Αντώνης είναι ο φωτογράφος που αποτυπώνει την ομορφιά της Ίριδας

Στον κόσμο της φωτογραφίας, η δημιουργικότητα δεν έχει όρια,...