HomeInterviewsΑθηναϊκές Πινακίδες

Αθηναϊκές Πινακίδες

Κάθε εβδομάδα, ένας φίλος από την Αθήνα (διανοούμενος, πολιτικός, δημοσιογράφος, επιχειρηματίας, καλλιτέχνης…) γράφει ένα άρθρο για τον «Εξώστη»: αιχμηρό, πρωτότυπο, «λοξό». Σήμερα, η Άννα Κουρουπού

Κάπως έτσι καταρρακώνονται τα συναισθήματα. Ξημερώματα Κυριακής. Κι έρχονται σύμμαχοι στη ρωγμή τα μαύρα σύννεφα, ο λυσσασμένος άνεμος, η βροχή, αρχές του Δεκέμβρη. Τα τελευταία χρόνια μονολογώ συχνά την ίδια φράση: «Σε λάθος εποχή γεννήθηκα». Ψέμα. Μια χαρά εποχή γεννήθηκα. Σε λάθος εποχή μεγαλώνω. Άλλαξαν μορφή όλα σχεδόν. Δε σε πλησιάζει κανείς πια χωρίς να θέλει ν’ αρπάξει κάτι από σένα. Συνήθως όχι ανοιχτά. Θα ήταν πιο έντιμο.

Μονομάχος σε μια αρένα νιώθω. Κι όλο ανοίγουν τα συρταρωτά κάγκελα και ξεπετάγονται θηρία, με ούτε καν μια αλυσίδα στο λαιμό, έτσι για ξεκάρφωμα, για τα προσχήματα. Δεν υπάρχει κερκίδα να κραυγάζει. Είναι απροκάλυπτοι πια οι άνθρωποι.

Οι φίλοι μου. Που είναι οι φίλοι μου; Τι ΔΕΝ έδωσα και μου έφυγαν; Κι αυτοί που στέκονται δίπλα μου, τι απέμεινε να πάρουν; Κάποιος με πούλησε για ούτε καν τριάντα αργύρια. Για μια μόστρα σε μια διαφήμιση. Αν, σκέφτομαι αν, του ζητούσαν και τη ζωή μου για αντάλλαγμα, εξώφυλλο της μόστρας, ίσως και να το έκανε. Μεγάλη πληγή η αγνωμοσύνη. Σταθερή αξία αυτοί που πατούν επί πτωμάτων για να πετύχουν κάτι στη ζωή τους, αδιαφορώντας για τις παράπλευρες απώλειες. Πού έκανα λάθος; Μήπως φταίω μόνο εγώ; Δίνω, δίνω, δίνω. Καυχιόμουν πάντα ότι δεν υπάρχει παρόμοια αίσθηση πληρότητας όταν δίνεις.

Το φαρμάκι της αμφιβολίας αρχίζει και κυλάει στις φλέβες μου και μου παγώνει το αίμα. Τι δίνω; Πού δίνω; Την ψυχή μου, ρε φίλε. Κομμάτι-κομμάτι. Και ζητούν. Πώς ν’ αρνηθείς; Πως να κοιμηθώ ήσυχη αν δε δω μάτια να γαληνεύουν μετά τη φουρτούνα τους; Όταν με βρέχουν τα κύματα τους; Πώς κοιμούνται αυτοί ήρεμοι; Με χάπια. Με ναρκωτικά. Όχι, δεν μπορεί όλοι να παίρνουν υπνωτικά. Εγώ δεν κάνω κάτι καλά. Το ψάχνω. Ανοίγω πληγή. Την ξύνω. Ματώνει. Στάζει. Είναι προτιμότερο όμως από το οίδημα. Η φλεγμονή σαπίζει, βρομάει. Μα δεν τη μπορώ τη βρόμα. Προτιμώ πιότερο το αίμα.

Βουλιάζω στη νοσταλγία μου. Πού είναι οι φίλοι μου; Οι άνθρωποι που με πλησίαζαν για ένα μου μόνο χαμόγελο; Αφού το έβλεπα, τους έφτανε. Τι άλλαξε; Αυτό που αναδύεται γύρω μου δε μου αρέσει, με τρομάζει. Πρέπει κι εγώ ν’ αλλάξω; Δε θέλω. Μα ματώνω. Κλέβει η μάσκαρα και το μολύβι από το βλέμμα μου πια. Χαροπαλεύει το κραγιόν να ξεπεράσει σε γοητεία το χαμόγελό μου. Το καταφέρνει. Παραληρώ. Θέλω να μιλήσω, να ουρλιάξω. Μα ποια αυτιά θα με ακούσουν; Είναι βουλωμένα. Με μουσικές, με σειρήνες, με αυλές, με κόλακες, με βουλοκέρια.

Φωνάζω: «Ξυπνήστε! Είναι εφήμερο όλο αυτό». Μα ποιος ακούει; Χάνομαι σε λιβάδια που μαραίνεται το χορτάρι σε κάθε πατημασιά μου. Έχει μαυρίσει η ψυχή μου. Σκίζω τις φλέβες μου να βγει η τοξίνη, να παραμείνω στο όνειρο, στην ελπίδα. Σε πουλάν, μ’ ένα φιλί χειρότερο απ’ του Ιούδα. Εκείνο τουλάχιστον έμεινε στην ιστορία. Μοιράζω τη σκέψη μου να μαλακώσει το μυαλό μου. Μα θέλω να ουρλιάξω. «Ξυπνήστε, ρέεε! Εδώ είναι η ζωή, τώρα, μια στιγμή».

Η Άννα Κουρουπού είναι η συγγραφέας του βιβλίου «Γιατί δεν έχω σαν το δικό σου, μαμά.

Related stories

Queer | Ο Ουίλιαμ Μπάροουζ θα ήταν περήφανος. Αλλά μάλλον δεν θα τον ένοιαζε

Από το Γιώργο Καρακασίδη Βιβλία, κυάλια με χάρτινες εικόνες, όπλα...

Σε αυτά τα μέρη στη Θεσσαλονίκη η διασκέδαση θυμίζει τις παλιές καλές εποχές

Σου προτείνουμε επιλογές που εγγυημένα θα σε κάνουν να...

Οι Χαΐνηδες έρχονται στο We το Σάββατο 18/1 για μια μοναδική συναυλία!

Μια κολεκτίβα αληθινής τέχνης για πάνω από τρείς δεκαετίες....

Βόλτα στις αθηναϊκές σκηνές: “Dumb Waiter” του Χάρολντ Πίντερ και «Ήρωες» με ήρωες του θεάτρου

Γράφει το Θεατρόφυλλο Μια βόλτα στις πολυάριθμες (και) φέτος αθηναϊκές...