HomeNewsroomAθήνα- Σαλονίκη

Aθήνα- Σαλονίκη

Δυο νεαρά κορίτσια, ίσως απ'
αυτή την εποχή, ίσως από μια άλλη, αποφασίζουν να αλληλογραφούν. Η μία είναι
από Θεσσαλονίκη, η άλλη από Αθήνα. Χωρίζουν τις επιστολές τους σε ευχάριστα,
αστεία ή ανάλαφρα και σε δύσκολα, αβάσταχτα και ανείπωτα! Άλλωστε, στη
καθημερινότητά τους έμαθαν να γελούν και να κλαίνε πολύ. Εμείς τρυπώσαμε στις
σκέψεις τους, στα πράγματά τους, βρήκαμε στη μια εκείνο το πολύχρωμο κουτί κάτω
από το κρεβάτι και στην άλλη το καταχωνιασμένο φάκελο με τη βελούδινη κορδέλα μέσα
στη ντουλάπα!

  ‘’Πάρε με, εγώ, take me out, εσύ’’

Αρχίζουμε να αναζητούμε η μία την
άλλη προς Σάββατο μεσημεράκι.
Έχουν γίνει πολλά. Πάντα γίνονται πολλά. Θέλω να
μάθει. Θέλει να μάθω. Δεν είμαστε ίδιες, αλλά μας ενώνουν εκείνα . Μαγκιά ή
γενναιότητα να φεύγουμε πρώτες, αυτή η επιβλητική ευγένεια προς όλους, ‘’Να’
στε καλά’’, πάντα, ‘’Να’ στε καλά.’’ Το αν είμαστε εμείς ψιλοαδιάφορο, θα τα
βγάλουμε πέρα, Μόνες. Εκουσίως μόνες.

Ταξιδεύουμε, λοιπόν, ξεχωριστά
αλλά αφήνουμε χώρο να μπει εκεί που χρειάζεται με νοιάξιμο. Αυτό μπόλικο. Και
χιούμορ. Ασπίδα αυτό, αλεξίσφαιρο, αδιάβροχο.

Φεύγω Βρυξέλλες, της λέω. Να πας.
Βέβαια να πας, μην τυχόν και δεν πας.
Οι άλλοι, ‘’λίγοι’’, πολύ ‘’λίγοι’’,
μάτια μου, να πας. Τα λόγια της. Τη σκέφτομαι όταν φτάνω, Μόναχο. Περπατώ στους
τεράστιους διαδρόμους, ακολουθώ τις απόλυτα διευκρινιστικές ταμπέλες. Θα ήθελα
να φορώ ψηλοτάκουνα, τώρα. Έτσι νιώθω, αεράτη, σίγουρη, προστατευμένη και
μακριά, αποδεδειγμένα μακριά από τους, ‘’λίγους’’. Θέλω και ένα μαντήλι. Κάπου
ένα μαντήλι. Στο λαιμό, που θα βγάζω και θα ξαναβγάζω με ψυχαναγκαστικούς
ρυθμούς ή δεμένο στη τσάντα να ανεμίζει καθώς θα επιταχύνω. Με τα ψηλοτάκουνα,
είπαμε. Και φόρεμα, στενό μαύρο σαν εκείνα που έχω με αυστηρό τρόπο
τακτοποιημένα στη ντουλάπα.

Στην πραγματικότητα, ένα boy-friend jean’s φορώ,
πουλόβερ, παλτό και μποτάκια χαμηλά. Άνετα όλα, αδιάφορα. Τα μαντήλια,
προσεκτικά διπλωμένα στη βαλίτσα.

Μου αρέσει η αναπάντεχα
καταφατική απάντηση. ‘’Ναι, θα πάω’’.
Απολαμβάνω τη σιγουριά της μοναξιά μου,
τσεκάρω πρώτη απ’ όλους το εισιτήριο μετεπιβίβασης και κάθομαι να χαζέψω το
πλήθος γύρω μου.

Αγαπημένη ασχολία, όχι με
αδιάκριτο ερευνητικό τρόπο αλλά εμπνευσμένο, φαντασιακό. Να μαντέψω από τα
ρούχα τους, το βλέμμα τους, τα λόγια τους σε οποιαδήποτε γλώσσα τι ιστορίες
κουβαλούν.

Το απέναντί μου ζευγάρι, γύρω στα
60. Ξεκινάω.
Εκείνη, ηθελημένα απέριττη, με μικρά μαργαριταράκια, μπεζ πουλόβερ
και παντελόνι, διαβάζει ένα βιβλίο. Εκείνος, με αθλητικό αντιανεμικό μπουφάν.
Ναι, είμαι σίγουρη, πηγαίνουν να επισκεφτούν τα εξασφαλισμένα από δουλειές
παιδιά τους Βρυξέλλες. Πιο πέρα, μια παρέα γιάπηδων. Κοστούμι, γραβάτες,
καλογυαλισμένα παπούτσια. Τρεις άντρες, μια γυναίκα. It’s a men’ s world,
τα γνωστά.

Στις Βρυξέλλες αγάπησα τα
μικροσκοπικά στενάκια με τη χαρακτηριστική αρχιτεκτονική. Ήθελα να χαθώ, βράδυ.
Οι κανόνες του Group και ο εσώτερος φόβος, ‘’ μη πάθω κάτι στα ξένα’’, δεν άφησαν
και πολλά περιθώρια.


Τελευταία νύχτα, οι υπόλοιποι
τράβηξαν τον δρόμο της επιστροφής κι εγώ μόνη
, επιτέλους μόνη. Με το πρωινό
μαύρο, μάλλινο φόρεμα και τη καμπαρντίνα, διέσχισα νύχτα το Parc-du-Cinquantenaire,
έφτασα πλατεία Schumanκαι από’ κει πάλι πίσω AvenuedesGaulois.. Βροχή, δυνατή, αέρας, άνθρωποι που λιγόστευαν στο
δρόμο.

Την άλλη φορά, θα με πας θέατρο;

Είναι κάτι παιδιά που δεν
γίνονται άντρες, λέει το άσμα. Σάμπως γίνονται και γυναίκες; Ή μήπως οι
γυναίκες γεννήθηκαν γυναίκες και δεν έχουν υπάρξει ποτέ παιδιά; Εσύ τι λες γι’
αυτό;

Εγώ πιστεύω πως γεννήθηκα μεγάλη.
Και κάπου στα μέσα της ενηλικίωσής μου ανακάλυψα ότι μπορώ να παίζω. Με εμένα
κυρίως. Με την εμφάνιση, με τα μαλλιά μου, με τις μάσκες μου, με τα αισθήματά
μου. Να τα τεντώνω και να τα εκσφενδονίζω σαν σφεντόνα ή να τα βουλιάζω σαν
μικρά καραβάκια στη μπανιέρα.

Παίζω, ξέρεις, πάντα. Ειδικά όταν
απομονώνομαι. Το αγαπημένο μου είναι να γίνομαι μια Αλίκη σε κάποια χώρα
θαυμάτων. Θα μου πεις, πού είναι αυτή η χώρα να πάω κι εγώ. Συνήθως στο μυαλό
μου. Συχνότερα επάνω στο σανίδι. Λιγότερο συχνά και στην «πραγματική» ζωή.

Άκου να δεις πώς έχει. Σηκώθηκα
ένα Σάββατο βροχερό.
Δηλαδή δεν έβρεχε, αλλά θα μπορούσε να βρέχει. Και ξέρεις
πόσο σιχαίνομαι την βροχή. Ήταν ένα Σάββατο από εκείνα που ξέρεις ότι η
κατηφόρα στην λεωφόρο της μνήμης είναι αναπόφευκτη και συνήθως επώδυνη. Δεν το
θες. Θες να γίνεις μικρούλα και να χωρέσεις σε μαγικές κουνελότρυπες που θα σε
μεταφέρουν κάπου αλλού. Που θα καταλήξεις, κάνοντας τσουλήθρα, σε μια λίμνη από
σοκολάτα του WillieWonka.
Κάπου, κάποτε είχα διαβάσει για τα Βασιλικά Κτήματα στο Τατόι. Τατόι…. Πού να
ναι αυτό; Μπήκα σε διαδικτυακούς χάρτες και έψαξα διαδρομή. Υπολογισμός
διαδρομής 33 λεπτά από τον Πειραιά. Φόρτωσα το καρμενόσκυλο και φύγαμε.

Δεν θα το πιστέψεις, αλλά η Χώρα
των Θαυμάτων υπάρχει.
Αλήθεια σου λέω. Υπάρχει και είναι αυτή η ξεχασμένη γη.
Δεν ξέρω πόσα στρέμματα είναι. Αλλά σκέψου ότι εγώ μπήκα πολύ μετά την
«επίσημη» (δεν υπάρχει, αλλά ας την πούμε) είσοδο και βρέθηκα στην περιοχή των
στάβλων. Μόνη με την Κάρμεν σε ένα αχανές χειμωνιάτικο δάσος. Ένα μικρό παιδί
με ένα μικρό σκυλί στάθηκαν για λίγο φοβισμένες και υποψιασμένες. Δεν μπορεί,
κάπου υπάρχει μια κακιά μάγισσα που μας κατασκοπεύει. Έστω ένα κατεργάρικο
ξωτικό του δάσους. Κανείς. Ξεθαρρέψαμε. Αρχίσαμε να τρέχουμε και να
κυνηγιόμαστε. Θα κυλιόμασταν και στα χορτάρια – αυτό είναι βέβαιο – αν δεν είχε
βρέξει πριν. Κάπως έτσι φτάσαμε στους Βασιλικούς Τάφους. Πάγωσα. Ξέρεις πόσο με
κομπλάρει ο θάνατος. Θα στο αναλύσω άλλη στιγμή αυτό. Στάθηκα μπροστά από τον
πιο μικρό τάφο. Ένας μικρός κοριτσίστικος τάφος. Τι να είδε αυτό το πλάσμα; Τι
να έζησε; Να τριγυρίζει εδώ γύρω; Θα μπορούσε. Όλο αυτό το σκηνικό στο
υπόσχεται.

Δεν βρήκα κουνελότρυπες. Δεν
έψαξα. Μας κυνηγούσε το σκοτάδι. Κάναμε αγώνα δρόμου για να μην μας προλάβει
και εγκλωβιστούμε μέσα σε εκείνο το μαγεμένο δάσος γεμάτο βασιλικές ψυχές.
Βρήκα, όμως, ξεχασμένα πρωτόγονα συναισθήματα. Φόβο, κυρίως. Η απομόνωση σε μία
αχανή πράσινη κοιλάδα κάποιο χειμωνιάτικο Σάββατο ξέρεις, μπορεί να είναι
τρομακτική.

Μας καλωσόρισε το γλυκό κίτρινο
της λάμπας του σαλονιού μου. Θα ήθελα να με περίμεναν λουκουμάδες και μια
αγκαλιά κάτω από καρώ κουβέρτα.


Ίσως, ίσως στην χώρα των Θαυμάτων
μου να υπάρχει κι αυτό….

Related stories

Η δική μας μεταπολίτευση είναι η σειρά ντοκιμαντέρ που πρέπει να δεις στο Ertflix

Η ιστορική σειρά ντοκιμαντέρ «Η δική μας μεταπολίτευση», παραγωγής ERTFLIX που επιμελούνται και...

Πού βρισκόταν το εξοχικό κέντρο Λουξεμβούργο

Ποιος θυμάται το Λουξεμβούργο; Τότε που η θάλασσα έγλειφε...

Πέθανε ο Ολιβιέρο Τοσκάνι, ένας από τους πιο εμβληματικούς φωτογράφους

Ο Ολιβιέρο Τοσκάνι, γεννημένος το 1942 στο Μιλάνο, ήταν...

Η Άνω Πόλη του Γιώργου Κόφτη

Για να αντιληφθεί κανείς την πόλη της Θεσσαλονίκης θα...