γράφει η Μαρία Ράπτη
Τούτη η πόλη είναι μια πόλη ερωτική, λένε.
Ίσως και να ‘ναι η θάλασσα που τη ζώνει ολόγυρα και θυμίζει ληστρικούς, πειρατικούς έρωτες, από εκείνους που σαν φεύγουν δεν σου αφήνουν τίποτε, τίποτε άλλο παρά μονάχα το δέρμα σου.
Ίσως πάλι, λένε, να είναι οι ομίχλες, που συχνά σκαλώνουν στους δρόμους της και τρυπούν το δέρμα σου με μια βρεγμένη ερημιά που μοναχά η πυρωμένη εκπνοή κάποιου άλλου μπορεί να τη ζεστάνει.
Τούτος ο θρύλος, λένε κάποιοι άλλοι, δεν είναι παρά ένας θρύλος που έφτιαξε η ίδια η πόλη για να εξαγνιστεί. Για να καθαρίσει την φήμη της από ένα άλλο, ζοφερό παρελθόν.
Γιατί κάποτε ο έρωτας στην πόλη σήμαινε κάτι εντελώς διαφορετικό.
Κάποτε το να τραγουδάς τον έρωτα στην πόλη σήμαινε να τραγουδάς τον ίδιο τον θάνατο.
Μικρά δωμάτια, ξεφτισμένα κορμιά, φιλοδοξίες που έμελλε να μείνουν τόσο ανικανοποίητες που θα ‘λεγες πως βρικολάκιασαν στον χρόνο, πως βρικολάκιασαν τον ίδιο τον χρόνο. Γυναίκες που λιγόστεψαν και έσβησαν στην ηδονή των άλλων, λερωμένοι τοίχοι, πείνα και οργή και αρρώστια, πληρωμένα λόγια, πληγωμένη αγάπη και πληγή και ξόδεμα μέχρι το τέλος, μέχρι πιο πέρα κι απ’ το τέλος.
Τούτη η πόλη, λένε οι ίδιοι, είναι μια πόλη ψεύτρα.
Η συνοικία της Μπάρας, που πήρε το όνομά της από ένα παλαιότερο έλος που υπήρχε στην περιοχή και αποστραγγίστηκε, (στην περιοχή του σημερινού Βαρδάρη, κυρίως γύρω από τις οδούς Ειρήνης και Αφροδίτης), υπήρξε η πιο φημισμένη περιοχή αγοραίου έρωτα της πόλης και αποτέλεσε πόλο έλξης για πολλούς στρατιώτες, εμπόρους και ταξιδιώτες από όλο τον κόσμο. Η κυβέρνηση, μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, επεδίωξε την εξυγίανση της περιοχής κι έτσι τα περισσότερα πορνεία έκλεισαν ή μεταφέρθηκαν γύρω στο 1951.
Πηγή φωτογραφιών από την ομάδα Παλιές φωτογραφίες Θεσσαλονίκης