HomeCinemaΚριτική ταινίαςΚριτική ταινίας | Welcome to New York

Κριτική ταινίας | Welcome to New York

Η νέα ταινία του Έιμπελ Φεράρα ξεκινά με
την υποτιθέμενη συνέντευξη του βασικού της πρωταγωνιστή Ζεράρ Ντεπαρτιέ, ο
οποίος δηλώνει ευθύς εξ αρχής ότι θεωρεί τον εαυτό του αναρχικό, ότι δεν
πιστεύει στους πολίτικους (προφανώς εξαιρεί τους Ρώσους) και ότι υποδύεται
καλύτερα τους χαρακτήρες τους οποίους μισεί. Οι δηλώσεις του αυτές μοιάζουν
ακατανόητες, κοιτώντας την πορεία του άλλοτε καλύτερου Γάλλου ερμηνευτή, τα
τελευταία χρόνια. Όπως ακατανόητη ως προς το ύφος και τη δομή της μοιάζει και η
εν λόγω ταινία. Βασισμένη στην πολύκροτη υπόθεση Στρος-Καν το φιλμ παρουσιάζει
έναν παντοδύναμο Γάλλο τραπεζίτη (εδώ ονομάζεται Ντεβερό), έναν αυτάρεσκο, γλοιώδη,
παχύσαρκο τύπο, ο οποίος κατηγορείται για σεξουαλική κακοποίηση μιας μαύρης
καμαριέρας στη σουίτα του ξενοδοχείου του στη Νέα Υόρκη. Η ταινία (η οποία
προβλήθηκε για πρώτη φορά στις φετινές Κάννες, ξεσηκώνοντας πλήθος αντιδράσεων)
ενημερώνει ότι θεωρείται απλώς ελευθέρα εμπνευσμένη από την υπόθεση του τότε
γενικού διευθυντή του Δ.Ν.Τ. παρόλο που χρησιμοποιούνται πραγματικές
συνεντεύξεις τύπου ή εικόνες από την αληθινή φυλακή στην οποία είχε εγκλειστεί
για λίγο ο Γάλλος πολιτικός.

Ο Φεράρα υιοθετώντας ντοκιμαντερίστικα
πλάνα ξεδιπλώνει την πλοκή η οποία εξαντλείται ήδη από την πρώτη ώρα, καταστώντας
διαδικαστικό το δεύτερο μέρος. Χωρίς να αφήνει καμιά αμφιβολία, παρουσιάζει τον
ένοχο με αφοπλιστικό ρεαλισμό, χωρίς ίχνος ρεβιζιονισμού ή εμβάθυνσης πάνω στα
κίνητρα, τις αιτίες, την πολιτική διάσταση του συμβάντος. Για τον σκηνοθέτη, τα
πράγματα είναι έτσι όπως φαίνονται και τίποτε παραπάνω. Ο Ντεβερό είναι άπλα
ένας άνδρας (ή καλύτερα ένα μόνιμα ξαναμμένο μωρό) που παίρνει ό,τι θέλει
απλώνοντας το χέρι, άπλα γιατί μπορεί. Ακόμη κι όταν φτάνει στον απόλυτο
εξευτελισμό (σκηνή του γδυσίματος στη φυλακή), ο ίδιος δείχνει προκλητικά
αδιάφορος, ενώ το θέαμα ενός ξεχειλωμένου ανθρώπου, μεταλλαγμένου από τη χλιδή
και την καλοπέραση είναι το λιγότερο αποκρουστικό. Ίσως αυτό που γίνεται
κατανοητό γρήγορα, κυρίως μέσω της εικονογράφησης του κεντρικού χαρακτήρα, είναι
το γεγονός ότι η διαφθορά, η δύναμη και ο πλούτος, έχουν μολύνει τόσο βάθια τον
συγκεκριμένο άνθρωπο, κάνοντάς τον να ζει μια παράλληλη πραγματικότητα, χωρίς αλήθειες,
χωρίς συνέπειες, χωρίς αιτίες για τις πράξεις του. Η προσπάθεια εξάλλου να
χρεώσει την αντίδρασή του σε ψυχολογικά προβλήματα, πέφτει στο κενό όταν ο
ίδιος βλέπει ότι δεν θα του αποφέρει το αποτέλεσμα που επιθυμεί. Έτσι αυτό που
μένει είναι τελικά ένα μηδενιστικό βλέμμα, ένα δύσθυμο αδιέξοδο, ένα κενό, τόσο
ειλικρινές όσο τρομακτικό.

Η βασική αδυναμία του φιλμ, πέρα από την
ανούσια μεγάλη διάρκεια και τις ακατάληπτα μακροσκελείς σκηνές σεξ που χάνουν
οποιαδήποτε νοηματική άξια, είναι η παράλογη ελαφρότητα (όσο οξύμωρο κι αν
ακούγεται) με την οποία η σκηνοθεσία αντιμετωπίζει το θέμα. Κάνεις δεν δείχνει
να ενδιαφέρεται για το θύμα, το οποίο και εμφανίζεται ελάχιστα. Οι όποιοι
σεναριακοί υπαινιγμοί γύρω από το σύστημα εξουσίας τη δίψα για ισχύ και τον κοινωνικό
ρατσισμό περιορίζονται από την ίδια την εξέλιξη της υπόθεσης, δεν
υποστηρίζονται από τη δραματουργία και δίνουν μια επιφανειακή, ημιτελή εντύπωση.
Οι ακατανόητα δίγλωσσοι διάλογοι του πρωταγωνιστή με την επίσης Γαλλίδα γυναίκα
του υποπίπτουν σε  θεατρινισμούς (όμορφη
άλλα παγωμένη και ανέμπνευστη η Ζακλίν Μπισέ), ενώ ο μονόλογός του λίγο πριν το
φινάλε, μοιάζει ασυνάρτητος, εσκεμμένος, χωρίς ουσία. Ο ίδιος ο κύριος ρόλος, παρότι
ερμηνεύεται με συνέπεια από έναν ασθμαίνοντα, ξελιγωμένο Ντεπαρτιέ, που
περιφέρει την τεράστια, τύπου
JabbaThe Huttκοιλιά του, μουγκρίζοντας και αγκομαχώντας σε κάθε του κίνηση,
φαίνεται ανολοκλήρωτος, σαν να βγήκε από τις σελίδες σκανδαλοθηρικού περιοδικού.
Εντούτοις το κερδισμένο στοίχημα βρίσκεται στην περίεργη αίσθηση, που
τροφοδοτείται διαρκώς από τον σκηνοθέτη (σίγουρα συμβάλλει και ο πρωταγωνιστής
σε αυτό), ότι Ντεβερό και Ντεπαρτιέ συγκλίνουν επικίνδυνα, θυμίζοντας τη
διάσημη παρατήρηση του Γκοντάρ ότι κάθε φιλμ βασισμένο σε μυθοπλασία είναι
ταυτόχρονα και ένα ντοκιμαντέρ πάνω στους ηθοποιούς που το απαρτίζουν.

Χωρίς να γίνεται πλήρως αντιληπτός ο
τίτλος του, πάρα τα εισαγωγικά διαπιστευτήρια περί μυθοπλασίας τα οποία δεν
γίνονται ποτέ ιδιαίτερα πιστευτά, ίσως γιατί εισάγονται καθαρά για λόγους
προστασίας του σκηνοθέτη και των σεναριογράφων, το “Καλώς ήρθες στη Νέα Υόρκη”
ορίζεται περισσότερο ως μια λεπτομερής περιγραφή των συμβάντων της υπόθεσης
Στρος-Καν (η οποία παρεμπιπτόντως έληξε με εξωδικαστικό συμβιβασμό), πάρα ως
μια ολοκληρωμένη δημιουργία που έχει κάτι να πει, πέρα από το προφανές. Θεωρώντας
απολυτά περιττή την οποιαδήποτε ανάλυση πάνω στη δύναμη του χρήματος, την απλή,
ξεκάθαρη σεξουαλική (και όχι μονό) βια πάνω στους ασθενέστερους, την κατάχρηση
της εξουσίας και την ξεδιάντροπη διάλυση θεσμών και αξιών, αυτό που ίσως τελικά
μένει από αυτό το ωμό, κτηνώδες φιλμ είναι η απόγνωση, όχι τόσο στο καταληκτικό
βλέμμα του Ντεβερό, αλλά σε αυτό της νέας οικιακής βοηθού πάνω στο οποίο
αποτυπώνονται οι φόβοι όλων αυτών που δεν έχουν άλλη επιλογή, πάρα να
συνδιαλλαγούν με το τέρας.

Related stories