HomeCinemaΚριτική ταινίαςΚριτική Ταινίας | The Judge

Κριτική Ταινίας | The Judge

Στην πιο συγκλονιστική και ανθρωπινή σκηνή της ταινίας,
ο γέρος δικαστής-τυραννική πατρική φιγούρα, παροπλισμένος από την ακαμψία των
γερατειών, χαμένος μέσα στην θολότητα και τον αποπροσανατολισμό της μοναξιάς, αφήνεται
κυριολεκτικά και μεταφορικά στο θάνατο. Αφήνεται επίσης και στην διακριτική αγκαλιά αυτού που μισεί
και αγάπα όσο τίποτε άλλο: του γιου του. Της μοναδικής ανθρωπινής
σχέσης που κρύβει μέσα της τόσο φροϊδικό ανταγωνισμό, όσο και συναισθηματική
αποτύπωση. Τυπολατρική αξιοπρέπεια άλλα και χείμαρρο τρυφερότητας. Καθώς το
χέρι του Χανκ σφίγγει όλο και πιο πολύ το μπράτσο του Τζόζεφ, ενώ οι ρόλοι του
προστάτη και του προστατευόμενου αντιστρέφονται, οι στερεοτυπικές εικόνες και
προδιαγεγραμμένες ανατροπές αυτού του συμβατικού δράματος, ξεθωριάζουν μπροστά
στην εξαιρετική ερμηνευτική απόδοση των δυο βασικών πρωταγωνιστών, οι οποίοι
χωρίς ούτε στο ελάχιστο να επικαλύπτουν ο ένας τον άλλο, ανακατεύουν
ξεθωριασμένες εικόνες οικογενειακής ευτυχίας με γκρεμισμένα πρότυπα, προαιώνιες
συγκρίσεις και προβληματικές σχέσεις.

Μαθαίνοντας για τον απροσδόκητο θάνατο της μητέρας του
ο Χανκ Πάλμερ (Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ), ένας αλαζόνας πλούσιος
μεγαλοδικηγόρος, αποφασίζει να γυρίσει στην μικρή επαρχιακή πόλη Κάρλινβιλ της
Ιντιάνα ίσα ίσα για να παραβρεθεί στην κηδεία. Ο ίδιος παρά τις επιτυχίες στη
δουλειά του αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα με το γάμο του, ο οποίος είναι στα
όρια της διάλυσης, όπως επίσης και με την κόρη του, που παραπονιέται ότι δεν
τον βλέπει ποτέ. Γυρνώντας στο πατρικό του, έρχεται ωστόσο αντιμέτωπος με το
παρελθόν, ανοίγοντας παλιές πληγές που κουβαλά μέσα του από την εφηβεία. Οι
σχέσεις με τα δυο του αδέρφια είναι περιορισμένες, αλλά με τον πάτερα του και
τοπικό δικαστή Τζόζεφ Πάλμερ (Ρόμπερτ Ντυβάλ), έναν “συντηρητικό, θρήσκο
άνθρωπο που νομίζει ότι αφήνει πίσω του έργο, είναι ανύπαρκτες. Οι δυο τους
δεν θα αργήσουν να συγκρουστούν ανοιχτά, με τον Χανκ να αμφισβητεί τις αξίες, τις
ικανότητες, την ηγεμονία στο σπίτι και τη θέση στην κοινωνία του εξουσιαστικού
πατέρα-θεσμού. Τα πράγματα όμως θα πάρουν μια απρόσμενη τροπή, όταν ο ίδιος ο
γέρος δικαστής βρεθεί μπλεγμένος με νομικά προβλήματα, αναγκάζοντας τον γιο του
να επεκτείνει τη διαμονή του στην αφιλόξενη γι αυτόν μικρή πόλη.

Ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Ντόμπκιν, μετά
από κάποιες χλιαρές κωμωδίες ( “Οι ιππότες της
Σαγκάης άλλα κυρίως το “Γαμο-μπελάδες) σκηνοθετεί την πρώτη του αμιγώς
δραματική ταινία, μην μπορώντας να ξεφύγει από τα σκηνοθετικά στερεότυπα και
τις τετριμμένες τεχνικές που χαρακτηρίζουν το genre. Σχεδόν
όλα μοιάζουν πολύ γνώριμα: ο κλισέ εργασιομανής πρωτευουσιάνος που
γύρνα στην απομόνωση της γενέτειράς του, η συνάντηση με τον παιδικό του έρωτα (Βέρα
Φαρμίγκα, η οποία δεν θυμίζει καθόλου επαρχιώτισσα), ο απότομος, οργισμένος
πατέρας, η προδοσία που νιώθει ο ένας από τον άλλο, η πολύ εύκολη και σχεδόν
κωμική συνειδητοποίηση της χαμένης του ζωής. Η απαγγελτική πλοκή μοιάζει να
“τσιμπολογά θέματα από δω κι από κει, πνίγοντας γρήγορα τις βαθύτερες
προσεγγίσεις στους δυο βασικούς χαρακτήρες, αφήνοντας στην επιφάνεια το
προφανές: Την επικοινωνία μέσα από το μίσος και την
απέχθεια, δυο ανθρώπων που δεν μπορούν να εκφράσουν αυτό που πραγματικά θέλουν
να πουν.

Εντούτοις (εξαιτίας κυρίως του λαμπερού καστ) το φιλμ
κατορθώνει να δημιουργήσει μια απολυτά επιτυχημένη αίσθηση υποβόσκουσας
ανθρωπιάς. Καθώς πατέρας και γιος απομακρύνονται στις γωνίες των πλάνων, μοιάζουν
τελικά να συγκλίνουν, να έρχονται κοντά, ενώνοντας τα τόσο διαφορετικά τους
σύμπαντα (θυμίζοντας κάτι από το εκπληκτικό “Νεμπράσκα του Πέιν), κυκλώνοντας
το ιδιόμορφο οιδιπόδειο δράμα με τρυφερότητα και πόνο, ανάγκη για επιβεβαίωση
και αποδοχή. Η δε κορύφωση αποκαλύπτει (όπως έξαλλου και η σκηνή της κηδείας
του συνδετικού κρίκου της οικογένειας) την τεράστια εσωτερική σύγκρουση, την
ατέλειωτη αναμέτρηση του συναισθήματος και της ηθικής ακεραιότητας, που αφήνει
πληγωμένους ανθρώπους, αδύναμους και συγκλονισμένους.

Η ταινία πέρα από όλα είναι ένα συνταρακτικό ντουέτο
δυο υπέροχων ερμηνειών. Ο Ντάουνι Τζούνιορ αποδεικνύεται ένα χαρισματικό
εργαλείο, δείχνοντας να απολαμβάνει, επιτέλους μετά από καιρό, ένα σενάριο
δομημένο στους διαλόγους και όχι στα εφέ και τις εκρήξεις. Ερμηνεύοντας
νευρωτικά (σχεδόν στα όρια του Σέρλοκ Χολμς) γεμάτος αυτάρεσκα χαμογελά και
αψεγάδιαστες έκπληκτες γκριμάτσες, καταφέρνει σχεδόν φυσικά να αποδώσει το ρόλο
του άλφα αρσενικού, το ίδιο φιλόδοξου όσο και ανελέητου, το οποίο όμως σχεδόν
μέχρι τη μέση του φιλμ δεν έχει καταφέρει να κοιτάξει τον πάτερα του στα μάτια.
Εκείνος όμως που ξεχωρίζει, μοιάζοντας να διδάσκει μαθήματα υποκριτικής στους
νεότερους, είναι ο Ρόμπερτ Ντυβάλ. Αναγνωρίζοντας σχεδόν με στωικότητα το
πέρασμα του χρόνου από πάνω του, oογδοντατριάχρονος ηθοποιός παραδίδει έναν
γενναίο και ειλικρινή ρόλο, οργισμένο απέναντι σε όλους (ακόμη και στις
καταιγίδες), αδιάλλακτο, καταβεβλημένο άλλα εξουσιαστικό. Δημιουργεί έναν
πατέρα που όταν τον βλέπεις, ασυνείδητα κατεβάζεις αμέσως τα ποδιά σου από το
τραπέζι. Ορθολογικό απέναντι ακόμη και στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ισχυρό
και κατηγορηματικό. Όταν η μάσκα πέφτει, σχεδόν ταυτόχρονα με αυτή του γιου του,
οι δονήσεις είναι διακριτικές άλλα εντυπώνονται βάθια, αντηχώντας διαφορετικά, φανερώνοντας
μια αλλιώτικη, βαθύτερη ερμηνεία στο “μακάρι να σε συμπαθούσα λίγο περισσότερο
της αρχής.

Φωτογραφημένο αριστοτεχνικά από τον πολυβραβευμένο
Γιάνους Καμίνσκι (της “Λίστας του Σίντλερ και του “Στρατιώτη Ράιαν) που
φωτίζει μουντά τις αίθουσες του
δικαστήριου στις σκούρες αποχρώσεις του ξύλου, διαχωρισμένο σχεδόν ισότιμα
ανάμεσα σε δικαστικό και οικογενειακό δράμα ο “Δικαστής δεν ανατρέπει τις
προσδοκίες, άλλα από την άλλη δεν εντυπωσιάζει κιόλας. Παρόλες όμως τις
εκπτώσεις του προς το δακρύβρεχτο, κατορθώνει τελικά να αφήσει μια αίσθηση
κυκλικότητας καθώς αυτό το αξέχαστο ζευγάρι των εξαιρετικών ηθοποιών γυρίζουν
ατέλειωτα, σχεδόν μηχανικά, στο ρυθμό μιας διαχρονικής, ακανθώδους σχέσης, που
όσο θα απομακρύνεται τόσο θα τους φέρνει πιο κοντά, δίπλα άλλα και απέναντι.

Related stories