HomeCinemaΚριτική ταινίαςSpecial Screening | Gone Girl

Special Screening | Gone Girl


Σκηνοθεσία: David Fincher

Ηθοποιοί: Rosamund Pike, Ben Affleck, Carrie Coon,
Tyler Perry

To “Gone Girl είναι η ταινία που
επιβεβαιώνει την σκηνοθετική διάνοια του Ντέιβιντ Φίντσερ. Τις καλλιτεχνικές του επιρροές, τα
τρικ και τις μεθόδους του, την διάθεση για πειραματισμό και ρεβιζιονισμό αλλά
παράλληλα, την σχεδόν ευλαβική διατήρηση στοιχείων που φέρνουν στο μυαλό μνήμες
από δημιουργίες αξέχαστες, θεμέλιους λίθους του ψυχολογικού θρίλερ ή καλύτερα
των ταινιών αγωνιάς. Η
πρόσμιξη, το μέστωμα της σχέσης με το αναπάντεχο, το ξαφνικό, συγκροτείται με
τέτοιο τρόπο στο μυαλό του σκηνοθέτη που εισβάλλει σχεδόν αβίαστα στην καρδιά
πρωτίστως των ηθοποιών του και δευτερευόντως του κοινού. Πέρα από μικρές
εξαιρέσεις, ίσως διαλείμματα του κινηματογραφικού του ειρμού (Το κορίτσι με το
τατουάζ, άλλα κυρίως, Η απίστευτη ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον) ο σκηνοθέτης
μένει πιστός στην εικονογράφηση, την αφήγηση και την απόδοση του θεματικού
πυρήνα των δημιουργιών του που έχει να κάνει με την υποκειμενικότητα, την
αγωνιώδη άλλα πολλές φορές ατελέσφορη ανάλυση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, τον
έλεγχο και τον εθισμό πάνω στην ψευδαίσθηση που αυτός κρύβει. Όλοι οι
χαρακτήρες των έργων του Φίντσερ αργά ή γρήγορα έρχονται αντιμέτωποι με την
αλήθεια, όχι ως κομμάτι μιας φυσιολογικής απόρροιας
των πράξεων τους, άλλα ως εν το βάθη συναίσθηση της απωλείας του ελέγχου (θυμηθείτε
το βλέμμα του Ντάγκλας στη σκηνή της ταράτσας του κτίριου στο “Game ή το μεφιστοφελικό
χαμόγελο του Σπέισι σε παράλληλο πλάνο με την συνειδητοποίηση στα ματιά του
Φρίμαν στο “Seven).
Μιας αλήθειας, ή μάλλον μιας
υπόνοιας της αληθείας, που βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά από όλους, που
υποκρύπτει εσκεμμένα τρόμο, απόγνωση, ερωτική έλξη, θάνατο.

Το εφιαλτικό
παιχνίδι των σκιών βιώνεται κι εδώ, σε μια ταινία άξιο συνεχιστή των
αριστουργημάτων του σκηνοθέτη. Βασισμένο στο μπεστ σέλερ υπνωτισμένο
μυθιστόρημα της Γκίλιαν Φλύν, η οποία έχει αναλάβει την μεταφορά και τη
σεναριακή προσαρμογή του, παρουσιάζεται ως μια σπουδή πάνω στις ανατροπές. Τίποτα
δεν μοιάζει όπως φαίνεται, ίσως όμως και η ουσία να κρύβεται μόνο μέσα σε αυτό
που φαίνεται. Η εμφατική της υπόθεση, δηλαδή η ξαφνική εξαφάνιση της Έιμυ (Ρόουζμουντ Πάικ), μιας πανέξυπνης, σέξι
συγγραφέως και ήρωα παιδικών βιβλίων με τον τίτλο “Υπέροχη Έιμυ, την ήμερα της
πέμπτης επετείου του γάμου της με τον καθηγητή Νικ Νταν (Μπεν Άφλεκ) από το
σπίτι τους σε μια ξεχασμένη επαρχία του Μιζούρι, αποτελεί τον καμβά πάνω στον
οποίο πολυάριθμες ταινίες μικρού μήκους, βασισμένες σε αποκαλύψεις, προσδοκίες
και οπτικές γωνιές των χαρακτήρων, συμπτύσσονται, αναλώνονται, αυτοαναιρούνται.
Η αφήγηση, σε πρώτο πρόσωπο, βγαλμένη από τις σελίδες του ημερολόγιου της Έιμυ
οδηγώντας σε αναδρομές στο παρελθόν του ζευγαριού, μοιάζει να προσπαθεί να
εξουσιάσει την πλοκή, η οποία όμως γρήγορα ξεγλιστρά και μεταβάλλεται σε κάτι
νέο, και μετά πάλι σε κάτι διαφορετικό, αλλάζοντας συνεχώς σχήμα και ύφη. Τη
στιγμή που αντιλαμβάνεσαι ότι συμπεριφέρεται ως σάτιρα, ως μια κωμική μεταφορά
κυνικών τηλεοπτικών σίριαλ απογοητευμένων μεσοαστικών οικογενειών που χτίζονται
γύρω από τον απαθή σύζυγο και την υπερελεγκτική, ελαφρώς στρίγγλα γυναικά του, εκεί
ακριβώς βρίσκεσαι εκτεθειμένος από τον ωμό ρεαλισμό, καθώς μπλέκεσαι στα δίχτια
ενός εξωφρενικού θρίλερ, στο οποίο οι χαρακτήρες και οι συμπεριφορές τους δεν
αποκτούν κανένα νόημα, τόσο στη ρεαλιστική απεικόνιση, όσο και στη μυθοπλασία. Η
πορεία και ο σχεδιασμός που οδηγεί στο κακό, στον εφιάλτη, δεν θα είχαν καμιά
ορθολογική βάση εάν όλες οι μικρολεπτομέρειες (στις οποίες ο σκηνοθέτης
στέκεται σχεδόν κατανυκτικά) και οι μικροπαρεκκλίσεις δεν ήταν εξ αρχής
προαποφασισμένες από τους χαρακτήρες, πράγμα προφανώς αδύνατο. Εκεί λοιπόν
έγκειται και η ομορφιά αυτού του αφοσιωμένου, η καλύτερα εθισμένου στη
σκηνοθεσία φιλμ. Στο επαναλαμβανόμενο στοιχειίο της έκπληξης, άλλα και της
μεθόδευσης, που μοιάζει να έχει ανορθόδοξη προέλευση, όμως σαν βέλος διατρυπά
πέρα ως πέρα τον πάντοτε δυσδιάκριτο κινούμενο στόχο του σασπένς.

Κάθε ένα από τα
στοιχειά που μας δίνονται, γύρω από τη μυστηριώδη εξαφάνιση της Έιμυ μοιάζει
σημαντικό. Όλα όμως δεν είναι. Έξαλλου ο ίδιος ο Φίντσερ κοίτα πολλές φορές με
ειρωνεία και μια ελαφριά, σχεδόν ανεπαίσθητη
αίσθηση μεταμυθοπλασίας τους χαρακτήρες του (το μπαρ της πόλης, το οποίο
άκεφα διευθύνει ο Νικ μαζί με την αδερφή του, ονομάζεται “The Bar) εντείνοντας τον έλεγχο, το μανιπουλάρισμα του
κοινού σύμφωνα με τις ορέξεις του.

Για τον σκηνοθέτη, η ζωή του ζευγαριού είναι
ένα ατέρμονο, ευφυέστατο και βάθια αρρωστημένο παιχνίδι ρόλων. Ακόμη και η πιο
ρομαντική σκηνή, το φιλί μέσα στο σύννεφο από ζάχαρη, αποκτά μια απειλητική
ρετροσπεκτίβα, μεταμορφώνοντας την αγάπη -που μπορεί να μην υπήρξε ποτέ- σε
μίασμα.
“Είμαστε τόσο χαριτωμένοι, που θέλω να μας χτυπήσω στο πρόσωπο λέει η
κάποια στιγμή η Έιμυ εκφράζοντας μια απελπισμένη δυστυχία κάτω από την
αψεγάδιαστη τελειότητα, δικαιολογώντας έτσι εξ αρχής το εξπρεσιονιστικό
τελευταίο μισάωρο, βουτηγμένο στο αίμα και τα δάκρυα.

Επιμέρους
στοιχειά και ανάλυση της υπόθεσης θα χαλούσαν οποιαδήποτε ροή στο φιλμ και θα
αποκάλυπταν πάρα πολλά, μη μπορώντας να περιγράψεις τίποτε επί της ουσίας. Ούτε
όμως θα είχε κανένα απολύτως νόημα, να προσπαθήσεις να βρεις τα αφηγηματικά
κενά (που ίσως είναι πολλά). Μοιάζει σαν να επιχειρείς με τεχνικούς όρους και
αποδεικτικά δεδομένα να εξηγήσεις μια ανάμνηση,
έναν υπαινιγμό. Σκηνές κλειδιά περιστρέφονται γύρω από τους ηθοποιούς, που
μοιάζουν να δίνουν τη δική τους παράσταση, και αποτιμώνται σε μια ύστερη
φιλμική στιγμή με κριτήριο την πειστικότητά τους. Ο θεατής μοιάζει τελικά να
ταυτίζεται με τη χαμένη στο κενό ματιά της ευσυνείδητης ντετέκτιβ, καθώς
αντιλαμβάνεται ότι όλες οι δομές της έρευνάς της καταρρέουν μπροστά στους
ρόλους που όλοι υποδύονται. Έξαλλου, το μονό που μπορείς να πετύχεις κρύβοντας
άτεχνα το “μοχθηρό πηγούνι πίσω από το δάχτυλο, είναι να κάνεις τον άλλο να
μην μπορεί να πάρει την προσοχή του μακριά από αυτό…

Ερμηνευμένο
απόλυτα από τους δυο βασικούς πρωταγωνιστές του (εξαιρετικός ο Άφλεκ, άλλα το
δίχως άλλο την παράσταση κλέβει η παγωμένη Ρόουζμουντ Πάικ), στελεχωμένο από
εξαιρετικούς υποστηρικτικούς ρόλους (ξεχωρίζει ο Τάιλερ Πέρι υποδυόμενος τον
δικηγόρο υπεράσπισης του Νικ), η ταινία γεννά τρομακτικές σκέψεις γύρω από τη
χειραγώγηση της καθημερινότητας, τη διαπόμπευση και την εκμετάλλευση του πόνου,
την ποδηγέτηση των μαζών, τον εγκλωβισμό στη λαμπερή, απαστράπτουσα βιτρίνα του
προσποιητού υπέροχου. Πέρα από αυτά όμως, το “Κορίτσι που εξαφανίστηκε (τονίζοντας
εκούσια τη λέξη “κορίτσι) μιλά για τον εκτροχιασμό μιας χαμένης σχέσης, βουτώντας
στα άδυτα της διχασμένης συμπεριφοράς, ψάχνοντας τα χαμένα κομμάτια ενός παζλ
του φόβου, ισορροπώντας ανάμεσα σε δυο ασύνδετους και αντιμαχόμενους κόσμους
και την ένταση που αυτό δημιουργεί. Ένα φιλμ που ξέρει πολύ κάλα τι είναι και
αυτό το κάνει να αποδίδει σε τέτοιο βαθμό, ώστε στο τέλος βγαίνεις από την
αίθουσα χορτασμένος, πλήρης, μην μπορώντας να κάνεις διαφορετικά, πάρα να
ενώσεις μια για πάντα αυτές τις βασανισμένες δίδυμες φιγούρες, ακατάλυτα
περιπλεγμένες σε μια δίνη αγάπης, εκμετάλλευσης και τρόμου.

Related stories