HomeMind the artΒιβλίοΗ Πανούκλα, του Albert Camus

Η Πανούκλα, του Albert Camus

Κάπου στη βορειοδυτική πλευρά της Αλγερίας βρίσκεται η πόλη Οράν που σήμερα αριθμεί περίπου 1,5 εκατομμύρια κατοίκων. Ο παράγοντας που την καθιστά ως τη δεύτερη πιο σημαντική πόλη μετά το Αλγέρι είναι η παραθαλάσσια τοποθεσία της και η έντονη εμπορική της δραστηριότητα. Εκτός όμως από οικονομικό σταυροδρόμι, το Οράν μαστίζεται διαχρονικά από θανατηφόρες επιδημίες: με απαρχή την πανούκλα το 1556, ακολούθησε άλλος ένας αποδεκατισμός της ευρύτερης περιοχής το 1678. Στα μέσα του 19ου αιώνα, η πόλη ήρθε αντιμέτωπη με μια σφοδρή επιδημία χολέρας και πιστεύεται ότι αυτό το γεγονός έδωσε την κεντρική ιδέα για τη δημιουργία της Πανούκλας από τον Albert Camus.

Σε ηλικία 28 ετών και έναν χρόνο πριν την ολοκλήρωση του Ξένου, ο Camus επισκέπτεται για πρώτη φορά το Οράν. Παρόλα αυτά, η εντύπωση που διαμορφώνει από την παραμονή του εκεί μόνο ευχάριστη δεν είναι. Έρχεται σε επαφή με τον υλιστικό τρόπο ζωής της, ενώ εκείνη την περίοδο υποτροπιάζει η υγεία του λόγω φυματίωσης. Οι σημειώσεις του διήρκεσαν έξι χρόνια και το βιβλίο μέσα σε έναν χρόνο μεταφράστηκε σε εννέα γλώσσες, κερδίζοντας επάξια μία θέση στην κορυφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Το μυθιστόρημα μπορεί ευλόγως να χαρακτηριστεί δυστοπικό. Γεμάτο από προσωπικά βιώματα, η Πανούκλα αναμορφώνει το περιβάλλον της πόλης και το μετατρέπει σε φυλακή. Ο γιατρός Rieux βλέπει έναν πεθαμένο αρουραίο εντός του κτιρίου που βρισκόταν το διαμέρισμά του. Μετά από μερικές μέρες, εκατοντάδες αρουραίοι κείτονται νεκροί σε κάθε γωνιά της πόλης. Οι Αρχές αναγκάζονται να κηρύξουν την πόλη σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Οι πύλες της κλείνουν οριστικά, τα αδέσποτα ζώα εκτελούνται και όσοι βρίσκονται εντός των τειχών της, καλούνται να αντιμετωπίσουν μία εντελώς καινούργια πραγματικότητα: από τη ρουτίνα του εμπορίου και της εργασίας στην απομόνωση και τη συμφιλίωση με τον θάνατο. Η μόνη επικοινωνία με τον έξω κόσμο είναι τα τηλεγραφήματα έως δέκα λέξεων. Η λίστα των νεκρών αυξάνεται ραγδαία και οι προμήθειες πλέον δεν επαρκούν για όλους. Τα συμπτώματα πυρετού, οι πρησμένοι βουβώνες, το παραλήρημα είναι μόνο μερικές από τις ενδείξεις για προσβολή του ανθρώπινου οργανισμού από την πανώλη και όσοι τα εμφανίζουν, μπαίνουν σε καραντίνα. Σχολεία και γήπεδα μετατρέπονται σε πρόχειρες υγειονομικές υπηρεσίες.

Παράλληλα με την εξέλιξη της αρρώστιας, ο συγγραφέας μας παρουσιάζει τις προσπάθειες των πρωταγωνιστών του: του γιατρού Rieux, του Tarrou που οργανώνει τις εθελοντικές υγειονομικές υπηρεσίες, του δημοσιογράφου Rambert που βρέθηκε για λίγες μέρες στην πόλη και τώρα απαγορεύεται να φύγει, του δημόσιου υπαλλήλου Grand που καταγράφει τον αριθμό των θανάτων και παράλληλα, πασχίζει να συγγράψει ένα ερωτικό μυθιστόρημα, καθώς και του ιερέα Paneloux. Ο Camus δεν θέτει τον εαυτό του εκτός της πλοκής, αλλά αναπόσπαστο μέρος της συλλογικής θλίψης που δυναστεύει στην πόλη. Δεν επεμβαίνει στα γεγονότα, αλλά δηλώνει παρών πότε με τριτοπρόσωπη και πότε με πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Αυτό όμως που κουβαλάνε οι ήρωές του δεν είναι μόνο η θλίψη: είναι το αίσθημα μιας διαρκούς εξορίας, αποκομμένοι από την υπόλοιπη χώρα. Η απομόνωση προεκτείνεται αναπόφευκτα και εντός της Οράν. Ο καθένας τους αναγκάζεται να βιώσει την απώλεια, την αρρώστια και τον θάνατο με τον δικό του τρόπο. Πρόκειται για ένα μη προσωποποιημένο «κακό» που γίνεται ολοένα και πιο επικίνδυνο. Επισυμβαίνει διαρκώς και οδηγεί τόσο τον πάσχοντα ήρωα όσο και τον συμπάσχοντα αναγνώστη να αποδεχτεί την κοινοτοπία του θανάτου. Η συμπόνια, εντούτοις, μεταξύ των προσώπων του έργου σταδιακά εκλείπει και τη θέση της παίρνουν η σιωπή ως παραδοχή του βιολογικού τέλος και μια επιφυλακτική προσμονή για το τέλος της ίδιας της αρρώστιας.

Η εκδίπλωση αυτή της κορύφωσης της αγωνίας καθ' όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης συνιστά μεγαλειώδες συγγραφικό επίτευγμα για τον Camus. Ο τελευταίος βλέπει στον καθένα τον εαυτό του, χωρίς να ταυτίζεται πλήρως με κανέναν. Τα πρόσωπα της ιστορίας αντιμετωπίζουν με διαφορετικό ζητήματα, όπως αυτά της μοίρας, της εξορίας και τη σχεδόν μόνιμη παρουσία της πανούκλας. Είναι μοναχικοί, αλλά αντιπροσωπεύουν πτυχές της προσωπικότητας του συγγραφέα και γι' αυτό δεν έρχονται σε σύγκρουση. Αυτό που τους ενώνει είναι η άμεση απειλή ενός πρόωρου και αμείλικτου αποχωρισμού. Σε αντίθεση με την καντιανή εκδοχή της ύπαρξης μιας έμφυτης ροπής προς το κακό, ο Camus φαίνεται να υιοθετεί το σωκρατικό ηθικό αξίωμα «ουδείς εκών κακός»:

«Το κακό στον κόσμο πηγάζει σχεδόν πάντα από την άγνοια και η καλή θέληση προκαλεί την ίδια ζημιά με τη νοσηρή βούληση, αν δεν είναι φωτισμένη. Οι άνθρωποι είναι πιο συχνά καλοί παρά κακοί, αν και στην πραγματικότητα δεν είναι αυτό το ζήτημα. Παρόλα αυτά, είναι, είτε περισσότερο είτε λιγότερο, ανίδεοι και αυτό είναι που αποκαλεί κάποιος κακία ή αρετή. Η πιο τρομακτική κακία είναι η άγνοια που νομίζει ότι γνωρίζει τα πάντα και, κατά συνέπεια, εξουσιοδοτεί τον εαυτό της να σκοτώνει. Η ψυχή του δολοφόνου είναι τυφλή και δεν υπάρχει πραγματική καλοσύνη ή όμορφη αγάπη χωρίς την καλύτερη δυνατή διορατικότητα.»

Οι δραματικές εικόνες που μεταφέρει με σχετική αποστροφή ο συγγραφέας από την κόλαση της Οράν συμβολίζουν – εκείνη την περίοδο – τη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Πολέμιος των πάσης φύσεως ολοκληρωτισμών, ο Camus επιδιώκει σε δεύτερο φόντο να εξισώσει τις πρακτικές εξόντωσης των ναζί με θανατηφόρα επιδημία, η οποία «πότε δεν πεθαίνει ή εξαφανίζεται εντελώς, αλλά μπορεί να μένει αδρανής για δεκάδες χρόνια σε έπιπλα ή ρούχα, να περιμένει υπομονετικά σε υπνοδωμάτια, κελάρια, μπαούλα, μαντήλια και παλιόχαρτα».

Η γραφή του δεν τρομάζει τον αναγνώστη, αλλά τον καθηλώνει σε μια διαρκή επαγρύπνηση. Το κακό βρίσκεται δίπλα μας και ενίοτε μέσα μας. Δεν δύναται να εξοβελιστεί ολοκληρωτικά και εναπόκειται σε μας να το γνωρίσουμε και να το αποφύγουμε συνειδητά, με το να αυτοδεσμευτούμε απέναντι στους άλλους. Με τον τρόπο αυτό, γίνεται φανερή η τάση του Camus να προβάλλει τον καντιανού τύπου ετεροκαθορισμό που αυτοκαθορίζει. Κατά συνέπεια, το βιβλίο του δεν συνιστά απλά ένα λογοτεχνικό ορόσημο στο πεδίο της δυστοπίας, αλλά αποκτά έναν σαφή ηθικοπλαστικό χαρακτήρα, ακολουθώντας το πρόταγμα του Τολστόι για το καθήκον της τέχνης.

Η Πανούκλα αποτελεί ξεκάθαρα ένα ανθρωποκεντρικό, αν όχι ανθρωπιστικό, βιβλίο: η περατότητα του ατόμου, η αξία της διυποκειμενικότητας, η αναθεώρηση των ανθρώπινων αξιών, η αλληλεγγύη και η κοινωνική συνοχή φανερώνονται με άμεσο τρόπο σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης που μετατρέπονται σε ασφυκτικό modus Vivendi. Από τους χαρακτήρες του λείπουν οι υψηλοί τόνοι. Οι υπαρξιακές τους ανησυχίες αποτυπώνουν τους ηθικούς τους ενδοιασμούς, καθώς ο Camus αναγνωρίζει στον εαυτό του έναν διαπρύσιο κήρυκα του ηθικώς πράττειν: «Ένας άνθρωπος δίχως ηθική είναι ένα άγριο κτήνος ελευθερωμένο πάνω σ' αυτόν τον κόσμο».

Related stories

Ο Δημήτρης έχει τη μοναδική πιτσαρία που απέμεινε από την «πιάτσα της πίτσας» εδώ και 46 χρόνια

Κείμενο: Μαρία Καρασπύρου Φωτο: Iωάννα Καραφυλλίδου Το μέρος αυτό χαράζει...

Βιβλίο | S. A. Cosby «Δάκρυα ξυράφι».

Γράφει ο Τάσος Γέροντας A. Cosby«Δάκρυα ξυράφι». Μετάφραση Κίκα...

Η “Νέα Ορλεάνη” της Θεσσαλονίκης: Οι καλύβες μέσα στο νερό, ψάρεμα και μυδοκαλλιέργειες

Το Πλωτό Ξύλινο Καταφύγιο των αλιέων και των μυδοκαλλιεργητών...

Οι γραφίστες της Θεσσαλονίκης στον Εξώστη | Ελίζα Ζαρίφη – Trebanal Creative

Οι Θεσσαλονικείς γραφίστες φιλοξενούνται στον Εξώστη -  Ελίζα Ζαρίφη...