HomeCinemaArnold Schwarzenegger: Ένα συναρπαστικό ταξίδι ή ο...

Arnold Schwarzenegger: Ένα συναρπαστικό ταξίδι ή ο ναρκισσισμός πίσω από το Αμερικάνικο Όνειρο;

Από το Γιώργο Καρακασίδη

Εντυπώσεις από το ντοκιμαντέρ του Netflix

Στο άκουσμα του ονόματός του έρχεται στο μυαλό αυτός ο τύπος με την τεράστια σωματική διάπλαση, που από κινηματογραφική φονική μηχανή των 80s έκανε μια αναπάντεχη στροφή στην πολιτική στα 00s. Γεννήθηκε το 1947 στο Ταλ, ένα μικρό χωριό της Αυστρίας σε αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον. Ο πατέρας του, αστυνομικός που είχε πολεμήσει με τις δυνάμεις του Άξονα στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (δηλαδή στο πλευρό των Ναζί, αν και η λέξη αποφεύγεται επιμελώς στο ντοκιμαντέρ) χτυπούσε συχνά αυτόν και τον αδερφό του με τη ζώνη προκειμένου να τους πειθαρχήσει (θυμίζοντας κατά κάποιο τρόπο ένα από τα παιδιά της «Λευκής Κορδέλας» του Χάνεκε που ενηλικιώθηκε κι έκανε με τη σειρά του δικά του παιδιά).

Στα 15 του ο νεαρός Άρνολντ βλέπει στο σινεμά τον Ρετζ Παρκ στο ρόλο του ‘Ηρακλή’ και μαγεύεται τόσο πολύ που αποφασίζει να ασχοληθεί με το body building για να μοιάσει στο είδωλό του. Σύντομα αφήνει το Ταλ κι εγκαθίσταται στην κοντινότερη πόλη, το Γκρατς, όπου γυμνάζεται πυρετωδώς με μέλη της τοπικής ομάδας άρσης βαρών. Το 1967 παίρνει μέρος στο διαγωνισμό Mr. Universe στο Λονδίνο, τον οποίο κατακτά 4 συνεχόμενες χρονιές. Δε θα αργήσει η ώρα που και το Γκρατς θα φανεί πολύ «μικρό» για το εκτόπισμά του, κάνοντας έτσι πραγματικότητα το όνειρό του να μεταναστεύσει στην Αμερική. Στη Φλόριντα βγαίνει πρώτος ως Mr. Olympia που είναι η αμερικανική απάντηση στο Mr. Universe. Εγκαθίσταται στο Βένις Μπιτς της Καλιφόρνια και γυμνάζεται με άλλους σε κοινή θέα, αποτελώντας κάτι σαν τουριστική μυώδη ατραξιόν. Εκεί θα γνωρίσει τον επιχειρηματία Joe Weider (της γνωστής αλυσίδας γυμναστηρίων) και θα συνεργαστεί μαζί του προωθώντας συμπληρώματα διατροφής και ποζάροντας στα εξώφυλλα των περιοδικών του. Ανάμεσα στα οφέλη που θα αποκομίσει από τη συνεργασία, ο Arnold μαθαίνει πως να επενδύει σε ακίνητα κι έτσι γίνεται εκατομμυριούχος. Οι φιλοδοξίες του όμως δε σταματούν εκεί. Θέλει διακαώς να γίνει ηθοποιός και να κατακτήσει το Hollywood. Μετά από κάποιες αποτυχημένες απόπειρες και ιδιαίτερα κακές κριτικές εις βάρος του (με εξαίρεση την εμφάνισή του πλάι στον Jeff Bridges στο ‘Stay Hungry’ το 1976), θα κάνει μαθήματα αγγλικών και υποκριτικής, ενώ θα γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ που θα κάνει πάταγο, το “Pumping Iron”, φέρνοντας τον κόσμο του body building πιο κοντά στο ευρύ κοινό.

Ο δρόμος για τη λεωφόρο της δόξας θα ανοίξει το 1982 με το “Κόναν ο Βάρβαρος, όπου θα γυρίσει όλες τις επικίνδυνες σκηνές μόνος του, καθώς δεν μπορούσε να βρεθεί stuntman με την ίδια σωματική διάπλαση. Δύο χρόνια μετά αναλαμβάνει το ρόλο που θα τον καθιερώσει στο κινηματογραφικό στερέωμα, αυτόν του Terminator, επικρατώντας του O.J. Simpson που ήταν η αρχική επιλογή. Ανέκφραστος σα ρομπότ, όπως ακριβώς το απαιτεί ο ρόλος, με μόλις 26 ατάκες, υπακούει στον James Cameron να πει “ I’ll be back ” — και όχι “I will be back” όπως θεωρούσε ο ίδιος ότι έπρεπε να πει ένα cyborg– βάζοντας τη φράση στο πάνθεον των κινηματογραφικών σλόγκαν. Ακολουθούν πολλοί, κλασικοί πλέον, ρόλοι δράσης (“Predator”, “Commando”, “Running Man” κ.α.) δημιουργώντας μια άτυπη κόντρα με τον άλλο μάτσο σταρ της εποχής Sylvester Stallone. Άλλωστε, το ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής ενδείκνυται για μιλιταριστικά φιλμ προπαγάνδας υπό την αμφίεση ψυχαγωγίας με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Top Gun το 1986 που οδήγησε σε αύξηση των νέων που κατετάγησαν στην Αμερικανική Αεροπορία κατά … 500%. Φυσικά δε θα γινόταν να μη δημιουργήσει κι ο Arnold τις δικές του τάσεις, κάνοντας μόδα τα μεγάλα ρολόγια, τα πούρα και τα Hummer (προπομπός του SUV που έγινε must αργότερα για τη μέση αμερικανική οικογένεια), ενώ γύρισε ακόμα και διαφημιστικά για Energy Drinks στην Ιαπωνία. Είχε φτιάξει το δικό του brand και ήξερε να το πουλάει πολύ καλά.

Προς τα τέλη της δεκαετίας του 80, σε ένα χιονοδρομικό κέντρο στο Κολοράντο, γνωρίζει τον Ivan Reitman των Ghostbusters και του προτείνει μεταξύ αστείου και σοβαρού να γυρίσουν μια κωμωδία. Τελικά το αστείο αποδεικνύεται σοβαρό και ‘Οι Δίδυμοι‘ θα προσθέσουν πολλά μηδενικά στο λογαριασμό του ιδίου και του Danny DeVito. Ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία είχε το 1992 το ‘Terminator 2’ (το πιο εμβληματικό sequel που ξεπέρασε το πρώτο μέρος μετά το ‘Νονό’), όπου ο Arnold, αν και προβληματισμένος αρχικά για το ότι δε θα είναι αυτή τη φορά ο κακός, ενδίδει κι εντυπωσιάζεται από τη γράμμωση της Linda Hamilton που για να σταθεί δίπλα του πέρασε ατελείωτες ώρες στο γυμναστήριο. Ένα χρόνο αργότερα τρώει το πρώτο χαστούκι με το εισπρακτικό φιάσκο του ‘Last Action Hero’, επανέρχεται όμως γρήγορα με το ‘True Lies’, ένα ιδιαίτερα χορταστικό remake του γαλλικού ‘La Totale!’. Αξίζει να σημειωθεί ότι βοηθά να απογειώσει την καριέρα της Jamie Lee Curtis, παραχωρώντας απλά χώρο στο poster της ταινίας για να μπει και το δικό της όνομα.

Όλα αυτά τα χρόνια ο Arnold είναι παντρεμένος με τη Maria Shriver, απόγονο της θρυλικής δυναστείας των Κένεντι με την οποία αποκτά 4 παιδιά. Δεν είναι σίγουρο, αλλά ίσως έπαιξε και αυτό ρόλο στο να πολιτευθεί το 2002 παρά την αρχική της άρνηση και προς έκπληξη όλων λόγω της απειρίας του στο χώρο. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Ρήγκαν -που ήταν και αυτός ηθοποιός-βάζει υποψηφιότητα για κυβερνήτης της California, της κατ’ εξοχήν πολιτείας ηθοποιών. Κάνει αμέτρητες περιοδείες τις οποίες κλείνει συχνά με φράσεις από τις ταινίες του (“ I’ll be back “, “I love sequels”), ενώ καλύπτει θέματα που δε γνωρίζει με αστείες ατάκες (“Δεν μίλησε ο κος Μπάφετ στη Wall Street Journal για το πόσο άδικη είναι η Πρόταση 13; Είπα στον Γουόρεν πως αν ξαναναφέρει την Πρόταση 13, θα κάνει 500 κοιλιακούς. Οπότε, εγγυώμαι ότι δεν πρόκειται να ξαναμιλήσει ποτέ γι’ αυτό”). Όταν οι LA Times, λίγο πριν από ένα κρίσιμο debate, δημοσιεύουν ιστορίες που τον στοχοποιούν για άσεμνες χειρονομίες εις βάρος γυναικών στο παρελθόν, όχι μόνο δεν του προκαλούν ζημιά, αλλά τους γυρίζει μπούμερανγκ, αφού ο κόσμος τους κατηγορεί ότι περίμεναν τελευταία στιγμή, λίγες μέρες πριν από τις εκλογές, για να τον σπιλώσουν. Τελικά εκλέγεται και παρά τις αντιξοότητες κατά τη διάρκεια της θητείας του (ύφεση, πυρκαγιές) και το γεγονός ότι είναι ένας Ρεπουμπλικάνος σε περιβάλλον Δημοκρατικών, προχωρά –επαναφέροντας μια παλιά πολιτική τακτική συλλογής υπογραφών- σε νομικές μεταρρυθμίσεις. Η σημαντικότερη εξ αυτών ήταν για τον περιορισμό εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου, για την οποία μάλιστα παίρνει εύσημα από τον Ομπάμα λίγα χρόνια αργότερα. Ο Arnold πλέον έχει διαπρέψει σε τρεις τομείς: ως μπόντι μπίλντερ, ηθοποιός και πολιτικός.

Στα χνάρια του ‘Last Dance’, του ντοκιμαντέρ για τον Michael Jordan που μονοπώλησε το ενδιαφέρον του κοινού στο πρώτο διάστημα της πανδημίας, το ‘Arnold’ ξετυλίγει τη ζωή ενός ατόμου που άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του στην ποπ και όχι μόνο κουλτούρα. Κι εδώ ο πρωταγωνιστής, γεμάτος αυτοπεποίθηση με το πούρο στο στόμα, αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο τα κατορθώματά του. Την ώρα όμως που η ζωή ενός χαρισματικού star αποκτά
πραγματικό ενδιαφέρον (και νοσταλγία για όσους μεγάλωσαν με τις ταινίες του), αυτό επισκιάζεται από την έκδηλη, στα όρια της επιδειξιομανίας, αυταρέσκειά του. Ο Arnold προβάλλει το πρότυπο του ατόμου που δεν πρέπει ποτέ να εφησυχάζεται, αλλά να θέτει συνεχώς νέους στόχους. Επικροτεί ένα αδιάλειπτο κυνήγι επιτυχίας που συχνά παγιδεύει τον σύγχρονο άνθρωπο στην ψευδαίσθηση ότι ποτέ δεν είναι αρκετός (ή δεν έχει αρκετά), οδηγώντας τον εν τέλει στην ψυχική εξουθένωση. Το μήνυμά του, ότι τίποτα δε σου χαρίζεται στη ζωή (αν και ξέρουμε ότι αυτό δεν ισχύει για όλους), ξεθωριάζει όταν βγαίνει στην επιφάνεια αυτή η διαρκής τελειοθηρία συνώνυμη συχνά του άγχους που απορρέει από το σύγχρονο νεοφιλελεύθερο αφήγημα. Το αφήγημα που θέλει να επιβιώνει ο ικανότερος και δυνατότερος, αφήνοντας στο περιθώριο τους πιο ευαίσθητους, όπως ο αδερφός του Arnold — που σκοτώθηκε μόλις στα 24 του οδηγώντας μεθυσμένος- επειδή σύμφωνα με τα λεγόμενά του δεν ήταν σκληρός όπως ο ίδιος και δεν μπόρεσε ποτέ να διαχειριστεί τα τραύματα από τη βίαιη συμπεριφορά του πατέρα τους (αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι ήταν αυτός που έκλαιγε μικρός την ώρα που πήγαιναν μαζί σχολείο). Οι αδύναμοι καταλήγουν στον Καιάδα. Οι σκληροί επιβιώνουν. Κι αν οι σκληροί θέλουν να αναρριχηθούν στην εξουσία, τότε o Arnold, κλείνοντας το μάτι, έχει τη λύση με το ‘schmäh’, μια αυστριακή λέξη που υπονοεί ότι δεν πειράζει και να κοροϊδέψεις λίγο. Δεν πειράζει να πεις κάνα ψέμα ή να κάνεις δημόσιες σχέσεις. Όλα στο παιχνίδι είναι. Στο βωμό της επιτυχίας μπορεί να θυσιαστεί και η ηθική.

Η εικόνα του αυτοδημιούργητου (με τη βοήθεια βέβαια των όχι και τόσο ‘αθώων’ στεροειδών που άλλους τους στέλνουν μια ώρα αρχύτερα) δεν αμαυρώνεται ούτε από τη (μερική) παραδοχή του Schwarzenegger για κακοποιητική συμπεριφορά σε γυναίκες ούτε από το εξώγαμο παιδί που απέκτησε με την επί 20 χρόνια οικιακή βοηθό του, τινάζοντας στον αέρα το φαινομενικά τέλειο γάμο του. Αυτά τα θέματα περνάνε ξώφαλτσα και
καλύπτονται επιδερμικά από το ντοκιμαντέρ, κρύβοντας κάτω από το χαλί οποιαδήποτε υπόνοια τοξικής αρρενωπότητας.
Εν κατακλείδι, το ‘Arnold’ που χωρίζεται σε 3 ωριαία επεισόδια (ένα για κάθε πτυχή της καριέρας του) είναι ένα ψυχαγωγικό προϊόν στα όρια της ‘ντοπαρισμένης’ αγιογραφίας. Ένα προϊόν πλήρως εναρμονισμένο με τους ξέφρενους ρυθμούς της εποχής. Άλλωστε και η πλατφόρμα που το προβάλλει, αλλάζει τα προϊόντα της (βλ. σειρές) με τον ίδιο ξέφρενο ρυθμό.

 

 

Related stories

Airbnb στη Θεσσαλονίκη: Ευκαιρία ή ωρολογιακή βόμβα;

γράφει η Δέσποινα Πολυχρονίδου Το φαινόμενο της βραχυχρόνιας μίσθωσης μέσω...

Η αρχιτέκτονας που έφτιαξε μια ροζ όαση στην πιο ανερχόμενη γειτονιά της Θεσσαλονίκης

Φωτογραφίες: Νίκος Κουζηνός Το Annoushe jewelry εναι ένας ροζ μικρόκοσμος,...

Το 43% των Ελλήνων κόβει διακοπές λόγω ακρίβειας

Όλο και πιο μακρινό φαίνεται το όνειρο των καλοκαιρινών...

Έρχεται Summer Latin Party με tacos και cocktails στη Θεσσαλονίκη – Πού και πότε θα γίνει

Μουσικοχορευτική εκδήλωση με τίτλο “Summer Latin Party” διοργανώνουν ο...